Το βράδυ της 14ης Αυγούστου 1945, μόλις 12 ώρες πριν η Ιαπωνία ανακοινώσει την άνευ όρων παράδοσή της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, 90 αμερικανικά βομβαρδιστικά B-29 έριξαν περίπου 6.000 τόνους ναπάλμ στην πόλη Κουμακάγια.

Οι φωτιές έλιωναν τα πάντα στους 800 έως 1.200 βαθμούς Κελσίου, σκοτώνοντας τουλάχιστον 260 ανθρώπους, τραυματίζοντας 3.000 και καταστρέφοντας περίπου το 75% της πόλης των 47.000 κατοίκων.

Η επίθεση αυτή ήταν το τελευταίο αεροπορικό χτύπημα των ΗΠΑ στον πόλεμο. Οι πιλότοι είχαν ενημερωθεί πως, αν ακουγόταν στον ασύρματο η λέξη «Utah», αυτό θα σήμαινε πως η Ιαπωνία είχε παραδοθεί και θα επέστρεφαν στη βάση. Το μήνυμα δεν ήρθε ποτέ και αργά το βράδυ της 14ης Αυγούστου 1945 ξεκίνησε η επίθεση.

Σοκάρουν οι μαρτυρίες

Η Καζούε Χότζο, τότε επτά ετών, όπως γράφει το CNN, θυμάται να τρέχει με τη μητέρα και τα αδέλφια της κάτω από τις βόμβες που έπεφταν «βροχή». Ένα θραύσμα χτύπησε τη μητέρα της στον λαιμό και το βρέφος αδελφάκι της υπέστη σοβαρό έγκαυμα. Η επόμενη μέρα αποκάλυψε μια κατεστραμμένη πόλη και δρόμους γεμάτους κόσμο που θρηνούσε, εικόνες που τη στοιχειώνουν ακόμη.

Παρά τα όσα έγιναν, πολλοί στην πόλη δεν κρατούν μίσος για τις ΗΠΑ, θεωρώντας πως η επίθεση ήταν θέμα «κακής συγκυρίας». Ωστόσο, πολλοί διερωτώνται αν η επιδρομή αυτή ήταν τελικά έγκλημα πολέμου ή όχι.

Η ποιήτρια Καζούμι Γιονέντα γεννήθηκε την ίδια μέρα με την επίθεση και αργότερα έγραψε το ποίημα «Τη μέρα που γεννήθηκα, η πόλη καιγόταν». Το έδειξε στο CNN ως προσωπική μαρτυρία για τη φρίκη: «Την ημέρα που γεννήθηκα, οι φλόγες κατάπιαν την πόλη.
Η μητέρα μου γέννησε,
με κράτησε κοντά της
και στάθηκε ανάμεσα
στα ερείπια του σπιτιού της.
Το σώμα της δεν έδινε μητρικό γάλα
Κρατούσε στην αγκαλιά της το παιδί της που έκλαιγε συνέχεια.»

«Κανείς δεν θέλει να σκοτωθεί λίγο πριν τελειώσει ο πόλεμος»

«Κανείς δεν θέλει να πεθάνει στις τελευταίες στιγμές ενός πολέμου». Τα λόγια αυτά προήλθαν από τον ανταποκριτή της New York Herald Tribune Χόμερ Μπίγκαρτ, ο οποίος επέβαινε σε ένα από τα τελευταία B-29 που χτύπησαν την πόλη.

Η δεύτερη επίθεση με ατομική βόμβα, στο Ναγκασάκι, είχε γίνει μόλις πέντε ημέρες νωρίτερα, σκοτώνοντας σχεδόν 46.000 ανθρώπους. Τρεις ημέρες πριν, στις 6 Αυγούστου, η ατομική επίθεση στη Χιροσίμα σκότωσε ακαριαία περίπου 70.000 ανθρώπους.

Η συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας ήταν αναμενόμενη και τα πληρώματα των αμερικανικών βομβαρδιστικών δεν είχαν πετάξει για πέντε ημέρες – «μια δύσκολη ανακωχή», έγραψε ο Χόμερ Μπίγκαρτ.

Το μοναδικό άθικτο σημείο του ναού Σεκιτζότζι, ο οποίος καταστράφηκε τη νύχτα εκείνη, ήταν μια μικρή πύλη. Εκεί έζησε για έξι μήνες ο τότε 10 ημερών Τετσούγια Οκαγιάσου με την οικογένειά του. Σήμερα, ως επικεφαλής μοναχός, διατηρεί άθικτο ένα μαυρισμένο από τη φωτιά άγαλμα του Κομποντάισι (ένας από τους πιο σεβαστούς βουδιστές μοναχούς της αρχαίας Ιαπωνίας), που έσωσε ο πατέρας του από τις φλόγες.

Αν και ο πατέρας του είχε ζητήσει να μην εκτεθεί ποτέ ξανά, το άγαλμα εκτίθεται πλέον περιστασιακά σε παιδιά για να μάθουν την ιστορία του πολέμου. Ο πατέρας του είχε ζητήσει, επίσης, να μην το επιδιορθώσει.

Ο 83χρονος Σουσούμου Φουτζίνο, που ήταν 3 χρονών όταν τραυματίστηκε από θραύσμα, ζει ακόμα δίπλα στο σημείο όπου πέθαναν εκατοντάδες. Καλλιεργεί τοπικά λουλούδια –σύμβολα ειρήνης– που κινδύνεψαν με εξαφάνιση μετά τη φωτιά.

Ο δημοσιογράφος Χόμερ Μπίγκαρτ, που επέβαινε σε ένα από τα τελευταία βομβαρδιστικά εκείνης της νύχτας, χαρακτήρισε την αποστολή «ανεξήγητη».

Η επίθεση στην Κουμαγκαγιά θεωρείται μέρος της στρατηγικής που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του ’45 με εντολή του στρατηγού Κέρτις ΛεΜέι. Η πιο φονική επιδρομή ήταν εκείνη στο Τόκιο, που σκότωσε 100.000 ανθρώπους σε μία νύχτα.

Αργότερα, ο Ρόμπερτ Μακναμάρα, ο οποίος ήταν υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, δήλωσε: «Αν είχαμε χάσει τον πόλεμο, θα μας δίκαζαν όλους για εγκλήματα πολέμου».

Η Χότζο, συγκινημένη, λέει: «Αν ο πόλεμος είχε τελειώσει μία μέρα νωρίτερα, όλα θα είχαν αποφευχθεί. Η καταστροφή μας μοιάζει εντελώς ανόητη».