Πρόκειται για μια τραγική ιστορία που όλοι νομίζουμε πως γνωρίζουμε καλά ειδικά χάρη στην επιτυχία της κινηματογραφικής ταινίας «Τιτανικός».
Ωστόσο, πέρα από το καταδικασμένο ειδύλλιο του Τζακ Ντόσον και της Ρόουζ ΝτεΓουίτ Μπουκέιτερ και τη διαχρονική γοητεία του Λεονάρντο Ντι Κάπριο, κρύβεται μια αληθινή ιστορία που αξίζει εξίσου την προσοχή μας.
Το RMS Titanic βυθίστηκε, αφού συγκρούστηκε με παγόβουνο στον Βόρειο Ατλαντικό κατά το παρθενικό του ταξίδι στις 15 Απριλίου 1912.
Αναχώρησε από το Σαουθάμπτον για τη Νέα Υόρκη πέντε ημέρες νωρίτερα, μεταφέροντας περίπου 2.200 επιβάτες, ανάμεσά τους και μερικούς από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου. Όπως είναι ευρέως γνωστό, πολλοί ήταν αυτοί που δεν επέζησαν.
Ωστόσο, μία πλούσια γυναίκα σώθηκε και η ιστορία των ανιδιοτελών πράξεών της κατά τη διάρκεια της καταστροφής είναι ίσως εξίσου εντυπωσιακή με οποιοδήποτε σενάριο του Χόλιγουντ.
Σύμφωνα με την Daily Mail, η Μάργκαρετ Μπράουν ήταν μια εύπορη Αμερικανίδα κοσμική κυρία που επιβιβάστηκε στον Τιτανικό ως επιβάτιδα πρώτης θέσης στο λιμάνι του Χερβούργου στη Γαλλία, την πρώτη στάση του πλοίου μετά το Σαουθάμπτον.
Η ειρωνεία είναι πως το θάρρος της στο καταδικασμένο πλοίο τής χάρισε μεταθανάτια το προσωνύμιο «Η Αβύθιστη Μόλι Μπράουν». Οι πράξεις της ήταν τόσο αξιοθαύμαστες, ώστε η ζωή της ενέπνευσε το μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ το 1960 με τον ίδιο τίτλο.
Όσοι γνωρίζουν την ιστορία της Μάργκαρετ εξυμνούν τις ηρωικές της προσπάθειες να σώσει άλλους επιζώντες εκείνο το βράδυ, παρότι ρίσκαρε τη δική της ζωή.
Η ερμηνεία από τη βραβευμένη με Όσκαρ ηθοποιό Κάθι Μπέιτς στην κινηματογραφική επιτυχία του 1997 έφερε την ιστορία της στο ευρύ κοινό. Η Μπράουν παρουσιάστηκε ως καθοριστική μορφή στην ερωτική ιστορία του Τζακ και της Ρόουζ.
Η μητέρα δύο παιδιών, παντρεμένη τότε με τον πλούσιο μεταλλειολόγο, Τζέιμς Τζόζεφ Μπράουν, δάνεισε στον Τζακ, στο σενάριο της ταινίας, το σμόκιν του γιου της, ώστε να κάνει καλή εντύπωση στη Ρόουζ.
Επιζώντες και ιστορικές αφηγήσεις περιγράφουν τη Μάργκαρετ ως ευγενική ψυχή και μία από τις λίγες επιβάτισσες της πρώτης θέσης που δεν έκανε διακρίσεις απέναντι στους φτωχότερους.
Όμως αυτό είναι μόνο η αρχή της συγκλονιστικής ιστορίας της.
Στις πρώτες πρωινές ώρες της 15ης Απριλίου 1912, το τεράστιο πλοίο της White Star Line χτύπησε ένα παγόβουνο ύψους περίπου 30 μέτρων και άρχισε να βυθίζεται.
Η Μάργκαρετ αντέδρασε ακαριαία. Έκανε ό,τι μπορούσε για να επιβιβάσει όσο το δυνατόν περισσότερους επιβάτες στις σωσίβιες λέμβους, αγνοώντας τον κίνδυνο.
Η ίδια τοποθετήθηκε στη λέμβο αριθμός 6, όπου προσπάθησε να εμψυχώσει τους υπόλοιπους επιζώντες.
Το θάρρος της ήταν θρυλικό, φέρεται να απαίτησε από το πλήρωμα να επιστρέψει για να περισυλλέξει επιζώντες, απειλώντας να ρίξει τον ναύτη Ρόμπερτ Χίτσενς στη θάλασσα σε περίπτωση που δεν υπάκουε.
Ο Χίτσενς δεν υπάκουσε, αλλά η αποφασιστικότητα της Μάργκαρετ τη μεταμόρφωσε σε σύμβολο της τραγωδίας.
Ποια ήταν όμως η Μάργκαρετ πριν γίνει «η Αβύθιστη Μόλι Μπράουν»;
Γεννημένη ως Μάργκαρετ Τόμπιν στις 18 Ιουλίου 1867 στο Χάνιμπαλ του Μιζούρι, μεγάλωσε σε προοδευτικό περιβάλλον. Οι Ιρλανδοί μετανάστες γονείς της, Τζον και Τζοάννα Τόμπιν, την ενθάρρυναν να μορφωθεί.
Στα 13 της, εγκατέλειψε το σχολείο και ξεκίνησε να εργάζεται. Με τον αδερφό της, Ντάνιελ, μετακόμισαν στο Λίντβιλ του Κολοράντο, όπου εκείνη εργάστηκε σε πολυκατάστημα και συμμετείχε ενεργά στην Καθολική κοινότητα.
Η ενασχόλησή της με τα φιλανθρωπικά έργα και τα συσσίτια την έφεραν σε επαφή με τις δυσκολίες των μεταναστών και των φτωχών.
Εκεί γνώρισε τον μεταλλειολόγο Τζέιμς Τζόζεφ Μπράουν. Παντρεύτηκαν την 1η Σεπτεμβρίου 1886 και απέκτησαν δύο παιδιά: τον Λόρενς Πάλμερ Μπράουν και την Κάθριν Έλεν Μπράουν.

Αν και ο Τζέιμς εργαζόταν σκληρά, η οικογένεια δυσκολευόταν οικονομικά, μέχρι την περίοδο της οικονομικής κρίσης λόγω της πτώσης της τιμής του αργύρου.
Τότε ο Μπράουν ανακάλυψε χρυσό στο ορυχείο Little Johnny, και ξαφνικά έγιναν εκατομμυριούχοι.
Ταξίδεψαν σε Ιαπωνία, Ινδία, Ρωσία, απέκτησαν ακίνητα, αλλά η Μάργκαρετ δεν ξέχασε τις εικόνες της φτώχειας που είχε δει.
Συνεργάστηκε με μεταρρυθμιστές, όπως ο Μπεν Λίντσεϊ, για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και των υποδομών.
Το 1912, επισκέφθηκε την κόρη της στο Παρίσι και παραβρέθηκε σε δεξίωση του μεγιστάνα Τζον Τζέικομπ Άστορ. Όταν έμαθε ότι ο εγγονός της ήταν άρρωστος, αποφάσισε να επιστρέψει στην Αμερική με τον Τιτανικό.
Η κόρη της τελικά δεν την ακολούθησε, επιλέγοντας να πάει στο Λονδίνο.
Η Μάργκαρετ επιβιβάστηκε μόνη της στο Χερβούργο, σε πρώτη θέση, με προορισμό τη Νέα Υόρκη.
Ο καπετάνιος Έντουαρντ Τζον Σμιθ φέρεται να αγνόησε προειδοποιήσεις για πάγους και τέσσερις ημέρες μετά την αναχώρηση, το πλοίο χτύπησε παγόβουνο.
Το ναυάγιο του Τιτανικού στοίχισε τη ζωή σε περίπου 1.517 από τους 2.224 επιβαίνοντες μέσα σε μόλις τρεις ώρες.
Σε συνέντευξή της στην εφημερίδα Newport Herald, η Μάργκαρετ περιέγραψε τη στιγμή του δυστυχήματος:
«Ήμουν ξαπλωμένη στο ορειχάλκινο κρεβάτι, στο πλάι υπήρχε λάμπα. Ήμουν τόσο απορροφημένη στο διάβασμα, που έδωσα λίγη σημασία στον κραδασμό στο παράθυρο που με πέταξε στο πάτωμα».
Η σύγχυση απλώθηκε γρήγορα και οι εντολές για τις λέμβους ακούγονταν χαοτικά.
Όταν κατέβηκε η λέμβος 6, της ζητήθηκε να επιβιβαστεί.
Το RMS Carpathia απάντησε στην κλήση κινδύνου και έσωσε περίπου 700 άτομα.
Η Μάργκαρετ, ανήσυχη για το ότι η λέμβος της δεν ήταν πλήρης, διέταξε τον Χίτσενς να επιστρέψει. Εκείνος αρνήθηκε και εκείνη τον απείλησε ότι θα τον πετούσε στη θάλασσα.
Αν και εκείνος δεν υπάκουσε, η Μάργκαρετ συνέχισε να βοηθά διανέμοντας κουβέρτες, παρηγορώντας τους πενθούντες και συγκεντρώνοντας χρήματα για τους φτωχούς επιβάτες. Μέχρι την άφιξη στη Νέα Υόρκη, είχε συγκεντρώσει 10.000 δολάρια.
Η δράση της συνεχίστηκε και μετά την τραγωδία
Βοήθησε τα θύματα της Σφαγής του Λάντλοου το 1914 και συμμετείχε στο Διεθνές Συνέδριο Δικαιωμάτων των Γυναικών στο Ρόουντ Άιλαντ.
Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εργάστηκε με τον Ερυθρό Σταυρό στη Γαλλία και με την American Committee for Devastated France για τη φροντίδα τραυματιών.
Το 1932 τιμήθηκε με το Παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής από τη Γαλλία.
Από το 1909 είχε νομικά χωρίσει με τον σύζυγό της, λόγω διαφορών. Ο ίδιος πέθανε το 1922 και η Μάργκαρετ στις 26 Οκτωβρίου 1932, σε ηλικία 65 ετών, στον ύπνο της.
Το 1971, το παλιό της σπίτι στο Ντένβερ έγινε μουσείο Molly Brown House Museum, ενώ στη Disneyland Paris κατασκευάστηκε το ποταμόπλοιο Molly Brown Riverboat.