Από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ο πρόεδρος του Ιράν Εμπραχίμ Ραϊσί κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι «έριξαν λάδι στη φωτιά» της σύγκρουσης στην Ουκρανία, η οποία δέχθηκε επίθεση τον Φεβρουάριο του 2022 από στρατεύματα της Μόσχας – συμμάχου της Τεχεράνης.

Απευθύνοντας δριμύ κατηγορώ προς την Ουάσινγκτον και τη Δύση, ο Ιρανός πρόεδρος υποστήριξε πως οι ΗΠΑ «υποκίνησαν την ένταση και έριξαν λάδι στη φωτιά» της σύγκρουσης στην Ουκρανία, «με στόχο την αποδυνάμωση των ευρωπαϊκών χωρών». «Δυστυχώς, αυτό είναι ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα», συμπλήρωσε.

Συντηρώντας την ασάφεια στην πολιτική που ακολουθεί η Τεχεράνη, ο Ραϊσί είπε ότι η χώρα του «δεν υποστηρίζει κανέναν πόλεμο, πουθενά, ούτε στην Ευρώπη ούτε αλλού».

Κατηγορούμενο ότι προμήθευσε μη επανδρωμένα αεροσκάφη στη Ρωσία, προκειμένου να ενισχύσει την στρατιωτική επιχείρηση της Μόσχας στην Ουκρανία, το Ιράν διαβεβαίωσε μέσω του προέδρου του πως «υποστηρίζει κάθε (διπλωματική) πρωτοβουλία που αποσκοπεί στον τερματισμό των εχθροπραξιών και του πολέμου».

Όταν η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ενέκρινε ψηφίσματα που καταδίκαζαν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, το Ιράν επέλεγε όμως είτε την αποχή είτε τη μη συμμετοχή σε ψηφοφορία.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ιράν δεν έχουν διπλωματικές σχέσεις εδώ και περισσότερα από 40 χρόνια, μετά την Ισλαμική Επανάσταση του 1979 και την ομηρία στην αμερικανική πρεσβεία στην Τεχεράνη.

Οι δύο χώρες ήρθαν πιο κοντά στη δεκαετία του 2010 χάρη στη διεθνή συμφωνία για τον έλεγχο του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, η οποία επικυρώθηκε το 2015 με αντάλλαγμα την άρση αμερικανικών και ευρωπαϊκών κυρώσεων σε βάρος της Τεχεράνης.

Παρότι αρνείται κατηγορηματικά ότι επιδιώκει να αποκτήσει ατομική βόμβα, το Ιράν εγκατέλειψε σταδιακά τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει στο πλαίσιο της συμφωνίας, μετά τη μονομερή αποχώρηση των ΗΠΑ από αυτήν, το 2018, επί των ημερών του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο.