Την ώρα που η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με την επιστροφή του θανάσιμου εχθρού των ναρκωτικών, η Αυστραλία γίνεται η πρώτη χώρα στον κόσμο που νομιμοποιεί τα ψυχεδελικά φάρμακα MDMA και ψιλοκυβίνη για ψυχοθεραπεία σε περιπτώσεις όπως αυτές του μετατραυματικού στρες (PTSD), της κατάθλιψης, του αλκοολισμού και των διατροφικών διαταραχών.

Από την 1η Ιουλίου, «οι ψυχίατροι μπορούν να συνταγογραφούν προϊόντα που περιέχουν 3,4 -μεθυλενοδιοξυ-μεθαμφεταμίνη (MDMA) ή ψιλοκυβίνη για θεραπευτική χρήση συγκεκριμένων παθήσεων ψυχικής υγείας», ανακοίνωσε επίσημα η αρμόδια αρχή της Αυστραλίας (TGA).

Το MDMA, κοινώς γνωστό και ως «έκσταση», και η ψιλοκυβίνη είναι τα ενεργά συστατικά των παραισθησιογόνων μανιταριών. Η απόφαση να επιτραπούν τα ψυχεδελικά φάρμακα από την TGA ως θεραπευτικά εργαλεία προκάλεσε έκπληξη, καθώς η ίδια αρχή είχε απαγορεύσει τη χρήση τους μόλις τον Δεκέμβριο του 2021, σημειώνει σε δημοσίευμά του το Euronews.

Οι υπεύθυνοι, δικαιολογώντας την αλλαγή κατεύθυνσης, ανέφεραν πως υπήρξε μια σχεδόν τριετής διαδικασία εκτεταμένης διαβούλευσης με ειδικούς. Πρόσθεσαν ακόμη πως η απόφαση συνυπολόγισε και  «την τρέχουσα έλλειψη επιλογών για ασθενείς με συγκεκριμένες ψυχικές ασθένειες ανθεκτικές στις υπάρχουσες θεραπείες».

Η TGA ανέφερε πως «δεν αναμένει ευρεία συνταγογράφηση MDMA ή ψιλοκυβίνης», καθώς οι θεραπείες θα περιορίζονται για άτομα με συγκεκριμένες παθήσεις ψυχικής υγείας που έχουν επιδείξει ανθεκτικότητα σε άλλες επίσημα εγκεκριμένες θεραπείες. Επίσης, της συνταγογράφησης των νέων θεραπειών θα πρέπει να προηγείται μια μακρά διαδικασία.

Για να μπορεί κάποιος ψυχίατρος να συνταγογραφήσει MDMA ή ψιλοκυβίνη θα πρέπει πρώτα να έχει την απαραίτητη εξουσιοδότηση από το TGA, που επιτρέπει στους εγγεγραμμένους ψυχιάτρους να συνταγογραφούν φάρμακα τα οποία έχουν ακόμη συμπεριληφθεί επίσημα στο μητρώο θεραπευτικών σκευασμάτων της Αυστραλίας.

Επίσης θα πρέπει να έχει λάβει έγκριση από μια επιτροπή, η οποία αξιολογεί τις αιτήσεις για κλινικές δοκιμές, την Επιτροπή Δεοντολογίας για την Ανθρώπινη Έρευνα (HREC). Μόλις λάβει τις δύο εγκρίσεις, θα πρέπει να παρέχει στην TGA εξαμηνιαίες αναφορές σχετικά με τον αριθμό των ασθενών που λαμβάνουν MDMA ή ψιλοκυβίνη, αλλά και τις τυχόν ανεπιθύμητες παρενέργειες. Η ολοκληρωμένη αναφορά θα παρακολουθείται ως προς την αξιολόγηση της χρήσης του φαρμάκου και των επιπτώσεών του στους ασθενείς.

«Καθώς οι υποβοηθούμενες θεραπείες με ψυχεδελικά φάρμακα δεν έχουν ακόμη καθιερωθεί, οι έλεγχοι στο πλαίσιο του συστήματος θα εξασφαλίσουν την ασφαλή και κατάλληλη χρήση του MDMA ή της ψιλοκυβίνης. Οι ψυχίατροι θα πρέπει να δείξουν ότι διαθέτουν την απαραίτητη εκπαίδευση, την ικανότητα και ότι ακολουθούν τα ισχυρά πρωτόκολλα θεραπείας βασισμένα σε στοιχεία που ελέγχουν κατάλληλα τους κινδύνους για τους ασθενείς», ανέφερε η TGA.

Θα έρθουν και στην Ευρώπη;

Αν και τα εν λόγω φάρμακα έχουν συνδεθεί με την παράνομη χρήση τους στις περισσότερες χώρες, τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί οι έρευνες για τα πιθανά οφέλη τους σε ψυχικές παθήσεις. Ο Ντέιβιντ Μπαντκοκ, διευθύνων σύμβουλος του οργανισμού «Drug Science» με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, τονίζει ότι μετά την απόφαση της Αυστραλίας, το μέλλον φαίνεται πιο «λαμπρό» για τέτοιες θεραπείες.

«Τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια, υπήρξε μια τεράστια ερευνητική δραστηριότητα στο εν λόγω πεδίο», εξήγησε και πρόσθεσε: «Υπάρχει μια αυξανόμενη κατανόηση στην ιατρική κοινότητα για τα οφέλη τέτοιων θεραπειών. Ελπίζω ότι αυτή είναι η πρώτη θετική αλλαγή από τις πολλές που θα ακολουθήσουν».

Σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2022, επιβεβαιώθηκε ότι μια σειρά από ιδιωτικά χρηματοδοτούμενα ερευνητικά προγράμματα ανταποκρίνονται στο «αυξανόμενο ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας» για ψυχεδελικές θεραπείες. «Το κρίσιμο για πολλούς επιστήμονες σε αυτόν τον τομέα είναι να αποποινικοποιηθούν τα ψυχεδελικά ναρκωτικά (τόσο τα συνθετικά όσο και τα φυσικά) και να δημιουργηθούν ασφαλή πρωτόκολλα που θα επιτρέψουν στους γιατρούς και τους ψυχοθεραπευτές να αξιοποιήσουν τη “μαγεία” σε αυτές τις ουσίες για ιατρικούς σκοπούς».

Η «μαγεία» των ψυχεδελικών ουσιών

Ερωτηθείς από το euronews για το ποια ακριβώς είναι αυτή η «μαγεία» και γιατί τα ψυχεδελικά είναι τόσο αποτελεσματικά για τη θεραπεία ορισμένων παθήσεων υγείας, o Ντέιβιντ Μπαντκοκ τόνισε: «Η ψυχική υγεία είναι τόσο περίπλοκη, που ποτέ δεν πρόκειται να υπάρξει μια θεραπεία για ένα μόνο πράγμα. Αλλά σκεφτείτε την κατάθλιψη που προκαλείται από ένα τραύμα, για παράδειγμα, όπως το παιδικό τραύμα. Για να κατανοήσει το άτομο τη βασική αιτία του προβλήματος, πρέπει να ακολουθήσει ένα μονοπάτι που ξεκλειδώνει αυτή την οδυνηρή εμπειρία».

Σύμφωνα με τον Μπάντκοκ, «ορισμένα φάρμακα – όχι αποκλειστικά το MDMA και η ψιλοκυβίνη, καθώς ερευνούμε επίσης τις επιπτώσεις ουσιών όπως το LSD και η κεταμίνη – μπορούν να εξαλείψουν αυτό το επίπεδο πόνου και να επιτρέψουν στους ασθενείς να “ξεκλειδώσουν” και να αντιμετωπίσουν το τραύμα τους σε ελεγχόμενο περιβάλλον».

Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει το euronews, όλοι γνωρίζουμε ότι τα ναρκωτικά χρησιμοποιούνται συνήθως για ψυχαγωγικούς λόγους. Πώς, λοιπόν, οι υποστηρικτές των θεραπειών που βασίζονται στα εν λόγω φάρμακα δικαιολογούν την έκθεση των ασθενών σε ουσίες που θα μπορούσαν ενδεχομένως να οδηγήσουν σε εθισμό;

«Το MDMA και η ψιλοκυβίνη δεν είναι ιδιαίτερα εθιστικές ουσίες», εξηγεί ο Μπάντκοκ. «Αλλά έχετε δίκιο – αυτή είναι η πολιτική αντίδραση που αντιμετωπίζουμε. Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι οι θεραπείες που δοκιμάζονται στην Αυστραλία γίνονται σε εξαιρετικά ελεγχόμενες συνθήκες», πρόσθεσε. «Οι ασθενείς θα υποβληθούν σε κλινική αξιολόγηση πριν ακόμη θεωρηθούν ως πρόσωπα που θα πρέπει να λάβουν θεραπεία με ψυχεδελικά φάρμακα και υπάρχουν αυστηροί κανονισμοί που πρέπει να τηρούν οι εμπλεκόμενοι ψυχοθεραπευτές».

Πιστεύει λοιπόν ο Μπάντκοκ ότι η απόφαση της Αυστραλίας θα αλλάξει τα πράγματα για τον υπόλοιπο κόσμο; «Η απόφαση της Αυστραλίας σημαίνει ότι θα έχουμε πρόσβαση σε πληθώρα πληροφοριών που δεν είχαμε μέχρι τώρα. Συγκεκριμένα, σε πραγματικές δοκιμές και αποτελέσματα σε μια σειρά ασθενών», είπε. «Είναι η ευκαιρία μας να συγκεντρώσουμε στοιχεία και τελικά να αναβαθμίσουμε την έρευνά μας, έτσι ώστε, ελπίζουμε, θεραπείες όπως αυτή να γίνουν ευρύτερα διαθέσιμες», τόνισε.