Το ότι οι πόλεις γίνονται αφόρητες κατά τη διάρκεια του καύσωνα, και ακόμα περισσότερο μέρες σαν τις τωρινές, με πυρκαγιές, είναι κάτι που οι Αθηναίοι αλλά και οι κάτοικοι πολλών άλλων αστικών κέντρων στην Ελλάδα (Λαμία, Λάρισα, Σπάρτη, Αγρίνιο κτλ) έχουν νιώσει για τα καλά κατά τη διάρκεια αυτού του ιστορικού καύσωνα του φετινού καλοκαιριού. Και μπορεί τα air condition να εμποδίζουν τους καύσωνες από το να γίνονται φονικοί, όπως το 1987, όμως την ίδια στιγμή, μας «εγκλωβίζουν» μέσα σε μια ακόμα πιο θερμή πόλη.

Ο Χρήστος Γιάνναρος, συνεργάτης ερευνητής του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών με αντικείμενο την μετεωρολογία και τη φυσική περιβάλλοντος, εξήγησε στο Newsbeast ορισμένους από τους σημαντικότερους μηχανισμούς του φαινομένου της αστικής θερμικής νησίδας, το οποίο είναι «υπεύθυνο» για αυτήν την έντονη αίσθηση δυσφορίας στις πόλεις,.

Σύμφωνα με τον κο Γιάνναρο, ως αστική θερμική νησίδα αναφέρεται το φαινόμενο κατά το οποίο οι θερμοκρασίες είναι υψηλότερες εντός του αστικού ιστού μιας πόλης σε σχέση με τις περιαστικές και τις υπαίθριες περιοχές. Η αστική θερμική νησίδα αποτελεί ένα τοπικό φαινόμενο, το οποίο εμφανίζει διαφορετικά χαρακτηριστικά ανάλογα με τον χρόνο και τόπο παρατήρησης. Ωστόσο, συνήθως είναι πιο έντονο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και κατά τη διάρκεια της νύχτας. Η ένταση του φαινομένου ενισχύεται ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια περιόδων καύσωνα, διότι προστίθεται επιπλέον θερμικό φορτίο στο ήδη θερμικά επιβαρυμένο αστικό περιβάλλον μέσα από μια σειρά συνεργατικών διεργασιών, όπως είναι, για παράδειγμα, η εντονότερη απελευθέρωση θερμότητας μέσα από την εκτεταμένη χρήση κλιματιστικών μονάδων.

«Χρησιμοποιούμε τα κλιματιστικά για να δροσιστούμε αλλά η τροφοδότηση του ζεστού αέρα στο περιβάλλον κατά τη λειτουργία τούς είναι πολύ μεγάλη και δρα επιβαρυντικά» μας εξηγεί ο κος Γιάνναρος και προσθέτει: «Πόσο μάλλον, που αρκετοί πολίτες το χρησιμοποιούν με λανθασμένο τρόπο βάζοντας για παράδειγμα πολύ χαμηλά τη θερμοκρασία, στους 18 και στους 20, στόχους που αυτά τα μηχανήματα δεν μπορούν ρεαλιστικά μιλώντας να πιάσουν. Έτσι, η θερμότητα που εκπέμπουν στο περιβάλλον γίνεται πολύ μεγάλη, αυξάνοντας κι άλλο το θερμικό φορτίο στην πόλη».

Εξίσου σημαντικός παράγοντας για τη δημιουργία του εν λόγω φαινομένου είναι οι πολλές τεχνητές επιφάνειες που έχουν τα μεγάλα αστικά κέντρα και ειδικά η πυκνοδομημένη Αθήνα, υλικά όπως η άσφαλτος και το τσιμέντο, τα οποία έχουν την ιδιότητα να αποθηκεύουν έντονα θερμότητα. Τα ίδια τα κτίρια και ειδικά τα πιο παλιά, όπως οι παλιές πολυκατοικίες δημιουργούν ένα θερμό μικρόκλιμα που εγκλωβίζει για μέρες τη ζέστη εντός πόλης.

Ο μηχανισμός λειτουργεί ως εξής: κατά τη διάρκεια της ημέρας, τα κτίρια συσσωρεύουν και αποθηκεύουν ηλικιακή ενέργεια και την επανεκπέμπουν στην ατμόσφαιρα κατά της διάρκεια της νύχτας. Έτσι, οι υψηλές θερμοκρασίες δε σταματούν ούτε το βράδυ, με αποτέλεσμα η πόλη…να μην παίρνει ανάσα σχεδόν καθόλου στη διάρκεια ενός 24ωρου.

Πώς χτυπάει ο καύσωνας τα Σπάτα και πως τους Αμπελόκηπους

Στο φετινό καύσωνα, οι έντονες συνθήκες που επικρατούν, έχουν οδηγήσει στην επικράτηση πολύ υψηλών μέγιστων θερμοκρασιών (>38 ΟC) ακόμα και σε υπαίθριες περιοχές, όπως τα Σπάτα, με αποτέλεσμα την εμφάνιση μικρών θερμοκρασιακών διαφορών μεταξύ του κέντρου της Αθήνας και των περιοχών εκτός αυτού, κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Ωστόσο, σύμφωνα πάντα με το συνεργάτη του Αστεροσκοπείου, μετά τη δύση του ηλίου μπορούμε να παρατηρήσουμε μια σημαντική πτώση της θερμοκρασίας στα Σπάτα, σε αντίθεση με την θερμοκρασία στους Αμπελόκηπους, η οποία παραμένει υψηλότερη από 30 ΟC περίπου καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας.

«Έτσι, παρατηρούμε μια έντονη ΑΘΝ (αστική θερμική νησίδα), με τη διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ των δύο περιοχών να φτάνει έως και τους 5.6 ΟC κοντά στα μεσάνυχτα» λέει ο κος Γιάνναρος και προσθέτει: «Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, αυτό οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων που επιβαρύνουν το θερμικό περιβάλλον εντός του αστικού ιστού. Ένας από τους σημαντικότερους μεταξύ αυτών, είναι η υψηλή θερμοχωρητικότητα των κτιρίων και των δομικών υλικών, η οποία τα καθιστά “θερμοσυσσωρευτές”».

Γιατί κινδυνεύουν περισσότερο οι κάτοικοι των πόλεων από τον καύσωνα

Τελικά, η μεγαλύτερη έκθεση των κατοίκων των πόλεων σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες, λόγω του φαινομένου της ΑΘΝ, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια καυσώνων, όπως αυτός που επικράτησε σχεδόν επί δύο εβδομάδες στη χώρα μας, καθιστά τους πολίτες ευάλωτους σε προβλήματα υγείας που συνδέονται με τη θερμική άνεση (πόσο ζέστη αισθάνεται ένας άνθρωπος) και επιβάρυνση (πόσο επιβαρύνεται ο οργανισμός ενός ανθρώπου από τη ζέστη).

Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τον κο Γιάνναρο, το ανθρώπινο σώμα πρέπει να διατηρεί μια σταθερή εσωτερική θερμοκρασία γύρω στους 37.5 βαθμούς Κελσίου, ώστε να λειτουργεί φυσιολογικά. Για να το πετύχει αυτό, όταν υπάρχουν αυξημένες θερμοκρασίες, τα αιμοφόρα αγγεία που βρίσκονται κάτω από το δέρμα διαστέλλονται, ώστε να υπάρξει απώλεια θερμότητας και εφίδρωση. Καθώς ο ιδρώτας εξατμίζεται, υπάρχει επιπλέον απώλεια θερμότητας από το δέρμα. Εάν όμως, οι αυξημένες θερμοκρασίες επιμένουν και δεν παρατηρείται θερμική ανακούφιση τις νυχτερινές ώρες, τότε τα αιμοφόρα αγγεία παραμένουν «ανοιχτά» για μεγάλη διάρκεια, με αποτέλεσμα η αρτηριακή πίεση να πέφτει, οδηγώντας σε δυσλειτουργία των εσωτερικών οργάνων, και ιδιαίτερα της καρδιάς, ενώ υπάρχει και μεγάλη απώλεια υγρών από το σώμα.

Συνδυαστικά, αυτά τα δύο φαινόμενα μπορούν να οδηγήσουν σε δυσμενείς επιπτώσεις, όπως η ζαλάδα, η ναυτία, οι μυϊκές κράμπες, η κόπωση, ή ακόμα και ο θάνατος μέσα από την κατάρρευση του καρδιαγγειακού ή/και αναπνευστικού συστήματος. Για την τελευταία περίπτωση, πιο ευάλωτοι είναι οι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας και άνθρωποι που έχουν χρόνιες αναπνευστικές ή/και καρδιαγγειακές παθήσεις, καθώς και άνθρωποι που μειονεκτούν σε κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο (π.χ., άνθρωποι χωρίς δυνατότητα εγκατάστασης και χρήσης κλιματισμού στο σπίτι ή ακόμα και άστεγοι)

Πόσο έδειξε το θερμόμετρο στις ταράτσες της Αθήνας την Κυριακή 1 Αυγούστου

Στην ουσία, αυτό που συμβαίνει τελικά είναι ότι όσο περνούν οι μέρες και διατηρούνται αυτές οι ψηλές θερμοκρασίες τόσο περισσότερο ….φουντώνουν τα κτίρια. Όπως σημειώνει και ο κος Γιάνναρος: «Οι μετρήσεις δείχνουν πώς οι στέγες παλιών κτιρίων με κλιματιστικές μονάδες πάνω τους μπορεί να πιάσουν θερμοκρασία άνω των 60 βαθμών. Η διαφορά θερμοκρασίας είναι πολύ μεγάλη ανάμεσα στο σιντριβάνι της Ομόνοιας και σε ένα παλιό κτίριο της πόλης».

Το συγκεκριμένο γεγονός αποτυπώθηκε κατά τη διάρκεια της πτήσης drone με θερμική κάμερα πάνω από το κέντρο της Αθήνας την Κυριακή, 1 Αυγούστου, που πραγματοποίησε η ομάδα Up Stories σε συνεργασία με το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών / meteo.gr.

Ο καύσωνας ως μια μόνιμη κατάσταση στο μέλλον

Όπως πάντως μας προϊδεάζει ο κος Γιάνναρος, σύμφωνα με πολλά κλιματικά μοντέλα αλλά και μελέτες, το 2100 οι σημερινές συνθήκες καύσωνα θα είναι η καθημερινότητα, η κανονικότητα. Με δύο λόγια: οι πόλεις πρέπει άμεσα να γίνουν «έξυπνες». Και τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ψυχρά υλικά στα κτίρια, σημαίνει λευκές ταράτσες για να αντανακλούν την ηλιακή ακτινοβολία και να μη την αποθηκεύει το κτίριο, σημαίνει περισσότερες υδάτινες επιφάνειες, περισσότερες επιφάνειες με πράσινο όπως οι κάθετοι κήποι κτλ.

Πολύ υψηλές θερμοκρασίες σε επίπεδα καύσωνα από σήμερα σχεδόν σε όλη την Ελλάδα.Στιγμιότυπα από το κέντρο της Αθήνας, Τετάρτη 30 Ιουνίου 2021 (ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ/ EUROKINISSI)

«Συμπερασματικά: τόσο οι καύσωνες όσο και η αστική θερμική νησίδα είναι μη ορατά κλιματολογικά φαινόμενα, δεν τα ακούς, δεν αφήνουν ίχνη καταστροφής πίσω τους και για αυτό συχνά υποτιμώνται» τονίζει ο κος Γιάνναρος και καταλήγει: «ιδιαίτερα, οι καύσωνες αποτελούν την πιο θανατηφόρο φυσική καταστροφή, παρόλο που δεν συνοδεύονται από την ένταση και τη βία που χαρακτηρίζει άλλα φαινόμενα, όπως οι τυφώνες και οι πλημμύρες. Για αυτό το λόγο μπορούν να χαρακτηριστούν και ως “σιωπηλοί δολοφόνοι” (silent killers).

Στην Ευρώπη μόνο, το 68 % περίπου 115.000 περιστατικών θνησιμότητας λόγω ακραίων φυσικών φαινόμενων από το 1980 έως το 2015 αποδίδεται σε καύσωνες. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της θερινής περιόδου του 2003 στην Κεντρική Ευρώπη κατά την οποία οι θερμοκρασίες που καταγράφηκαν ήταν οι υψηλότερες των τελευταίων 500 ετών, οδηγώντας σε περισσότερους από 70.000 θανάτους».