Το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου επικύρωσε την ποινή της κάθειρξης 7 ετών που έχει επιβληθεί σε αλλοδαπό για παράνομη διακίνηση και εμπορία ανθρώπων (trafficking), καθώς έφερε στην Ελλάδα από τη Μόσχα δυο Ρωσίδες, τη μητέρα και τη 18χρόνη κόρη της και τις οδήγησε στην πορνεία.

Ειδικότερα, η Μοσχοβίτισσα E.B. χήρα και μητέρα τριών παιδιών αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα στην πατρίδα της και η συμπατριώτισσά της L.S. τής εκμυστηρεύτηκε ότι ο φίλος της E.S., την είχε εφοδιάσει με πλαστό ελληνικό διαβατήριο, σε άλλο όνομα το οποίο χρησιμοποιούσε για να εργάζεται ως εκδιδόμενη στη Γερμανία, στο Βέλγιο κ.λπ.

Στη συνέχεια η L.S. ήρθε στην Ελλάδα και εργάστηκε ως εκδιδόμενη, διατηρώντας παράλληλα ερωτική σχέση με τον E.S., ο οποίος την προέτρεπε να πείσει τη μητέρα των τριών παιδιών να έρθει στην Ελλάδα και να της βρει εργασία με ικανοποιητική αμοιβή.

Τελικά η E.B. πείσθηκε να έλθει στην Ελλάδα και μάλιστα της έστειλε το αεροπορικό εισιτήριο. Αρχικά βρήκε δουλειά σε μπαρ και εργαζόταν ως σερβιτόρα, προσφέροντας όμως παράλληλα και συντροφιά στους πελάτες του καταστήματος έναντι αμοιβής 100 ευρώ και επιπλέον ποσοστό για κάθε ποτό που κατανάλωναν οι πελάτες. Στη συνέχεια εργάστηκε ως ιερόδουλη έναντι αμοιβής 100 έως 150 ευρώ για κάθε ερωτική συνεύρεση με άνδρες, τους οποίους συναντούσε σε διάφορα ξενοδοχεία.

Κάποια στιγμή έληξε η θεώρηση εισόδου που είχε και την εγκατέστησε σε μισθωμένο διαμέρισμα και από εκεί συνέχισε να παρέχει τις ερωτικές υπηρεσίες της σε πελάτες. Όπως αναφέρουν οι αρεοπαγίτες, «περίπου 1.000 ευρώ την εβδομάδα, παρέδιδε στον E.S.». Από τα χρήματα αυτά τής έδινε 100 ευρώ την εβδομάδα για τα προσωπικά της έξοδα και παρακρατούσε τα υπόλοιπα υποσχόμενος να αποστείλει μέρος αυτών στα παιδιά της στη Ρωσία, αλλά και για να εκδώσει νομιμοποιητικά έγγραφα για την ίδια.

Κάποια στιγμή η Ρωσίδα μητέρα εκδήλωσε την επιθυμία να φύγει από την Ελλάδα, αλλά όχι μόνο μεταπείστηκε να παραμείνει, αλλά εισέπραξε και την υπόσχεση ότι θα έφερνε τα παιδιά της από τη Ρωσία.

Πράγματι, 6 μήνες ήρθε στην Ελλάδα η κόρη της ηλικίας 18 ετών, και εγκαταστάθηκε στο διαμέρισμα όπου διέμενε ο E.S. με την οικογένειά του.

Την 18χρόνη την εφοδίασε με βεβαίωση κατάθεσης αίτησης για έκδοση άδειας διαμονής, την οποία είχε υποβάλει με πλαστή βεβαίωση αποφοίτου Γενικού Λυκείου των Αθηνών.

Η 18χρόνη αρχικά εργάστηκε «σε μπαρ ως σερβιτόρα – χορεύτρια – στριπτήζ και πρόσφερε τη συντροφιά της στους πελάτες του καταστήματος έναντι αμοιβής 200 – 300 ευρώ ημερησίως». Από το ποσό αυτό, το μισό εισέπραττε ο E.S. το δε υπόλοιπο, το κρατούσε κατά το μεγαλύτερο μέρος ως σταδιακή εξόφληση των 5.000 ευρώ για τα νομιμοποιητικά της έγγραφα που είχε πληρώσει, αλλά και προς κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών της, την ένδυσή της κ.λπ. Παράλληλα, ο E.S. πίεζε τη 18χρονη «να εργασθεί ως εκδιδόμενη σε οίκο ανοχής, διότι τα χρήματα που αποκόμιζε από την εργασία της στο μπαρ δεν ήταν αρκετά».

Με το ζόρι μια μέρα τη μετέφερε με το αυτοκίνητό του σε οίκο ανοχής όπου εργάστηκε για μια ημέρα, ενώ μετά την έβαλε και πάλι να εργαστεί ως σερβιτόρα και στριπτιζέζ.

Μάλιστα, μία φορά που βγήκε μόνη της από το διαμέρισμα χωρίς εκείνος να το γνωρίζει, είχε ως συνέπεια να την κτυπήσει με γροθιές στο πρόσωπο, ενώ κάποια άλλη φορά προσπάθησε να πάρει το διαβατήριό της και την άδεια διαμονής.

Μετά τον ξυλοδαρμό οι δύο Ρωσίδες, μητέρα και κόρη, κατέφυγαν σε Αστυνομικό Τμήμα, όπου είπαν τα διαδραματιζόμενα.

Ενδεικτικά στην αρεοπαγιτική απόφαση αναφέρεται ότι μόνο η μητέρα παρέδωσε στον E.S. 90.000 ευρώ και από το ποσό αυτό μόλις 4.000 ευρώ στάλθηκε στα παιδιά της.

Τελικά, από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών ο E.S. καταδικάστηκε σε κάθειρξη 7 ετών για σωματεμπορία κατ’ επάγγελμα. Από τις φυλακές Γρεβενών όπου βρίσκεται άσκησε αναίρεση κατά της καταδικαστικής για εκείνον απόφασης, αλλά από τον Άρειο Πάγο απορρίφθηκε.