«Απαιτείται διακυβέρνηση εθνικής συνευθύνης» είπε χθες μιλώντας σε νέους επιστήμονες ο Ευ. Βενιζέλος, επιβεβαιώνοντας την είδηση που έχει βγει εδώ και ημέρες από στελέχη της Ιπποκράτους.

Ό,τι δηλαδή το ΠΑΣΟΚ δεν προτίθεται να συμπράξει με τη ΝΔ ή τον ΣΥΡΙΖΑ (αναλόγως ποιος θα βρει πρώτος στις εκλογές της 17 Ιουνίου) εμμένοντας στη συγκρότηση οικουμενικής κυβέρνησης και θέτοντας ως προαπαιτούμενο τη συμμετοχή -πέραν του ιδίου- τουλάχιστον της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ και της ΔΗΜΑΡ.

Ακόμα πιο συγκεκριμένος ήταν για το ίδιο θέμα ο πρώην υπουργός Υγείας Α. Λοβέρδος, ο οποίος μιλώντας χθες στον Alpha Radio, είπε: «Εάν στις 18 του μηνός δεν έχουμε μία κυβέρνηση, η επιλογή η δική μου αν με ρωτούσατε θα ήταν μία κυβέρνηση των κομμάτων με προσανατολισμό ευρώ, Ευρώπη ή Ευρωζώνη, άρα μία εθνικού χαρακτήρα κυβέρνηση με τα πρώτα τέσσερα κόμματα με προϋπόθεση ότι θα αλλάξει ορισμένες επιλογές του ο ΣΥΡΙΖΑ για να κάνουμε σύγκλιση των κομμάτων. Αυτή είναι η Κυβέρνηση που θα προχωρήσει απρόσκοπτα, διότι οποιαδήποτε άλλη θα αναλώνει το 80% του χρόνου της σε μάχες ας πούμε εμφυλιακού χαρακτήρα και διχαστικές εσωτερικές».

Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, δεν προχωρά εν κενώ σε αυτήν την επιλογή. Σε εθνικό επίπεδο αναζητά με αυτό τον τρόπο ρόλο ρυθμιστή για το κόμμα του, προσπαθώντας να στείλει το μήνυμα ότι χωρίς το ΠΑΣΟΚ δε θα μπορέσει να σταθεί κυβέρνηση.

Και δεν το έκρυψε κατά την ομιλία του όταν είπε χθες ότι «το ΠΑΣΟΚ έχει κυρίως τη φιλοδοξία να είναι ο παράγοντας που θα μπορέσει να διασφαλίσει και τη φυσιογνωμία και κυρίως την κατεύθυνση της νέας κυβέρνησης».

Σε κομματικό επίπεδο έχοντας ήδη πει ότι κορυφαία και προβεβλημένα στελέχη του ΠΑΣΟΚ δε θα συμμετάσχουν στην επόμενη κυβέρνηση αλλά και γράψει στο… Twitter ότι δεν μπορεί τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ να είναι συνομήλικα ή και μεγαλύτερα από τον ίδιο όταν εκείνος πήγε δίπλα στον Α. Παπανδρέου όταν ήταν 30 ετών, θέτει ήδη τις προϋποθέσεις της ανασυγκρότησης, εφόσον το δεύτερο εκλογικό αποτέλεσμα το επιτρέψει.

Με την επιλογή της οικουμενικής κυβέρνησης οι περισσότεροι συμφωνούν μαζί του, αλλά με τους όρους της ηλικιακής ανανέωσης, θα συναντήσει -αναλόγως και του αποτελέσματος της 17ης Ιουνίου- σημαντικές αντιδράσεις.