Για τη ζωή του στο ορφανοτροφείο, τη γνωριμία με την οικογένειά του αλλά και την συγκλονιστική στιγμή που ο πατέρας του έφυγε από τη ζωή στην αγκαλιά του, μίλησε ο Θανάσης Βισκαδουράκης σε μια κατάθεση ψυχής στην εκπομπή Στούντιο 4 της ΕΡΤ.

«Είμαστε πέντε αδέρφια, είναι όλοι μεγαλύτεροι από μένα. Οι δύο είναι κωφοί. Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να μας συντηρήσει. Το 1973, ένας κωφάλαλος με πέντε παιδιά και με ένα πενιχρό μισθό, τι να κάνει; Τα αδέρφια μου δεν ήρθαν μαζί μου, μόνο εγώ έφυγα από την Αθήνα. Εγώ αποκόπηκα από την Αθήνα και από τον οικογενειακό μου ιστό. Έβλεπα τον πατέρα μου δύο φορές τον χρόνο. Δεν ρωτούσα αν είχα αδέρφια. Δεν το είχα ψάξει πολύ. Τα αδέρφια μου ήταν τα παιδιά στο ορφανοτροφείο. Ένιωθα ότι ανήκω εκεί», περιέγραψε ο Θανάσης Βισκαδουράκης.

«Στενοχωριέμαι μόνο όταν καμιά φορά μου λέει ο γιος μου, “εσύ μπαμπά, δεν έχεις πατρικό σπίτι;”. Του έχω μεταφέρει τις ιστορίες του ορφανοτροφείου σαν παιδικές ιστορίες, σαν παιδικά παραμύθια για να ξέρει ποιο είναι το όνομα που πήρε και γιατί το πήρε» πρόσθεσε.

«Δραπέτευσα από το ορφανοτροφείο. Οι νομοθεσίες τώρα γίνονται γνωστές, τότε δεν υπήρχαν αυτά. Εμάς η εκκλησία μάς μάζεψε. Έφυγα όταν μου ήρθε ένα χαρτί ότι είμαι γέννημα-θρέμμα Αθηναίος και ότι πρέπει να πάω φαντάρος. Δεν το ήξερα ότι είμαι Αθηναίος. Εκεί κατέρρευσα και στενοχωρήθηκα γιατί περνούσα όμορφα. Δύσκολα χρόνια, είχα λόγους να δραπετεύσω… Κοίταγα το παράθυρο της ελευθερίας. Εμένα όλα ήταν σε χρόνο μηδέν» ανέφερε.

Σε άλλο σημείο της συνέντευξής του, ο Θανάσης Βισκαδουράκης αναφέρθηκε στις τιμωρίες. «Υπήρχαν δύσκολες τιμωρίες για ένα παιδί. Ο γιος μου ή η κόρη σου δεν μπορούν να φανταστούν σήμερα για τι τιμωρίες μιλάμε. Είχα εφιάλτες πολλές φορές μετά από το ορφανοτροφείο.

Απογοητεύεσαι. Λες “εγώ φταίω;”. Όταν δεν εισπράττεις την αγάπη. Ένιωθα μπαμπά μου τον ιερέα. Απέναντι στις καλόγριες είχαμε φόβο. Δεν είχαμε καμία συναισθηματική σύνδεση μαζί τους. Όταν συνάντησα μία καλόγρια μετά από χρόνια, στενοχωρέθηκα», είπε ο ηθοποιός.

«Το σοκ το έπαθα όταν ήρθα Αθήνα. Μου έκανε εντύπωση η φασαρία, ήταν θορυβώδης πόλη, μέσα στα τσιμέντα ενώ εγώ είχα μεγαλώσει μέσα στο πράσινο. Πήγα να πάρω το τρένο, πανικοβλήθηκα και πήγα να γυρίσω Θήβα. Έπρεπε συνέχεια να ρωτάω και το χαρτί έγραφε τη διεύθυνση και δεν ήξερα τα μονά ζυγά. Πήγα στο πατρικό μου σπίτι, χτυπάω το κουδούνι και δεν ανοίγει κανείς» πρόσθεσε ο ηθοποιός.

«Με είδαν από το μπαλκόνι και έκλαιγαν στη νοηματική και ήταν οι γονείς του Ζουγανέλη που ήταν θείοι μου. Ο πατέρας μου δεν με περίμενε ποτέ στην Αθήνα. Εκεί ξεκινούν τα δύσκολα, κοιμόμουν σε στρώμα θαλάσσης. Τον δικαιολόγησα και στεναχωριέμαι που δεν είναι εδώ να δει τον γιο μου. Του έκανα κηδεία και στη νοηματική αλλά δεν έκλαψα ποτέ, δεν το ένιωθα. Μου ζήτησε συγγνώμη ο πατέρας μου λίγο πριν πεθάνει. Κοιταζόμαστε, τον πήρα αγκαλιά, με άφησε να τον αγκαλιάσω. Αισθάνθηκα ότι θα πεθάνει. Με πήρε ο αδερφός μου ο κωφός, ακούω κάτι κραυγές και είπα “Κατερίνα, ο μπαμπάς έχει φύγει”. Είδα κάσα έξω, μπήκα στο σπίτι και έσβησε στην αγκαλιά μου», εξομολογήθηκε.

«Με τον θάνατο της μητέρας μου μηδενίστηκαν όλα»

«Λέω πάντα στα νέα παιδιά ότι δεν υπάρχει πιο ιερό πράγμα από τον μπαμπά και την μαμά. Όποιος και αν είναι ο μπαμπάς, μπορεί να λείπει πολλές ώρες ή η μαμά να δουλεύει πολλές ώρες. Δεν υπάρχει ωραιότερο και αληθινό λιμάνι ώστε να σου δημιουργεί μια πιο ωραία και ισορροπημένη καθημερινότητα. Η μητέρα μου πέθανε από ζάχαρο το 1973 όταν εγώ περίπου τεσσάρων, πέντε χρονών. Δεν θυμάμαι τίποτα. Μου έκαναν μια ερώτηση η ψυχίατρος και ο ψυχολόγος του Survivor, να θυμηθώ όταν ήμουν τριών – τεσσάρων χρονών. Το ψάχνω με την γυναίκα και τον γιό μου αλλά νομίζω ότι η Κατερίνα του λέει συνέχεια “θυμάσαι εκεί που πήγαμε και αυτό που κάναμε με τον μπαμπά”. Αν εμένα δεν μου το είχε πει κάποιος, πως θα ανατρέξω στις θύμισες μου για αυτό το περιστατικό. Νομίζω ότι μηδενίστηκαν όλα γιατί για μένα αλλάζει άρδην η ζωή μου και μεγαλώνω με 20 παιδιά» τόνισε ο Θανάσης Βισκαδουράκης.