Αυξημένο κίνδυνο για έμφραγμα μετά τα 50 αντιμετωπίζουν όσοι έχουν μείνει χωρίς δουλειά εξαιτίας της ανεργίας, σύμφωνα με δύο έρευνες, μία στον Καναδά και μία στην Αμερική.

Μάλιστα, αν κανείς έχει χάσει πολλές φορές τη δουλειά του, ο συσσωρευμένος κίνδυνος είναι ανάλογος με το κάπνισμα ως παράγοντας καρδιαγγειακού κινδύνου. Από την άλλη, ορισμένα επαγγέλματα αυξάνουν περισσότερο σε σχέση με άλλα τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού, σύμφωνα με τις έρευνες.

Η πρώτη έρευνα, με επικεφαλής τον καθηγητή Μάθιου Ντιπρέ του πανεπιστημίου Ντιουκ, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Archives of Internal Medicine» του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου, σύμφωνα με το BBC, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανεργία, οι απανωτές απώλειες μιας θέσης εργασίας, ακόμα και οι σύντομες περίοδοι χωρίς δουλειά, σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο για οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου.

Οι ερευνητές συσχέτισαν τις συνθήκες απασχόλησης και ανεργίας με την υγεία περίπου 13.500 ατόμων ηλικίας 51 έως 75 ετών για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (1992-2010), στη διάρκεια του οποίου υπήρξαν 1.061 εμφράγματα. Η μελέτη έδειξε ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για έμφραγμα είναι κατά τον πρώτο χρόνο μετά την απώλεια της θέσης εργασίας (αύξηση περίπου 27%), ενώ ο κίνδυνος -που είναι ίδιος σε άνδρες και γυναίκες- αυξάνεται σταδιακά στην περίπτωση αλλεπάλληλων περιόδων ανεργίας του ίδιου εργαζόμενου.

Ως πιθανότερη αιτία για τον αυξημένο κίνδυνο προβάλλει το άγχος και η ανασφάλεια λόγω της ανεργίας, αν και οι επιστήμονες δεν έχουν σαφή εικόνα με ποιο ακριβώς τρόπο το στρες αυξάνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο, κάτι που πρέπει να μελετηθεί περισσότερο στο μέλλον.

Η στατιστική ανάλυση έδειξε ότι ο κίνδυνος εμφράγματος είναι σημαντικά υψηλότερος μεταξύ των ανέργων σε σχέση με τους εργαζόμενους και αυξάνεται σταδιακά μετά την πρώτη απώλεια θέσης εργασίας και με κάθε πρόσθετη περίοδο ανεργίας (ο κίνδυνος αυξάνεται έως 63% για όσους έχουν χάσει πάνω από τέσσερις θέσεις απασχόλησης). Ο κίνδυνος για την καρδιά από τις πολλαπλές απώλειες θέσης εργασίας, σύμφωνα με τους αμερικανούς ερευνητές, είναι της ίδιας τάξης μεγέθους με τους παραδοσιακούς κινδύνους όπως το κάπνισμα (αύξηση κινδύνου 44%), η υπέρταση, η έλλειψη σωματικής άσκησης κ.α.

Η δεύτερη μελέτη, με επικεφαλής τον Τζέημς Μπρόφι, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό περιβαλλοντικής υγείας «Environmental Health», δείχνει ότι όσοι εργαζόμενοι (κυρίως γυναίκες) εκτίθενται σε χημικές και άλλες ουσίες που είναι ίσως καρκινογόνοι ή διαταράσσουν το ενδοκρινικό-ορμονικό σύστημα, κινδυνεύουν περισσότερο από καρκίνο του μαστού.

Ο καρκίνος του μαστού είναι η πιο κοινή μορφή καρκίνου μεταξύ των γυναικών στις ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες. Η νέα έρευνα, που πραγματοποιήθηκε στο Οντάριο του Καναδά και αφορούσε άνω των 1.000 περιστατικών αυτής της μορφής της νόσου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τομείς με αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού, όσον αφορά τις εργαζόμενες σε αυτούς, είναι η γεωργία, η βιομηχανία πλαστικών για αυτοκίνητα, η συσκευασία τροφίμων, η μεταλλουργία, τα μπαρ κ.α.

Η μελέτη επίσης έδειξε ότι οι γυναίκες με χαμηλότερο κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο έχουν αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του μαστού, πράγμα που πιθανώς οφείλεται στο ότι αυτές, λόγω επαγγέλματος (αγρότισσες, βιομηχανικές εργάτριες κ.α.), εκτίθενται περισσότερο σε δυνητικά επικίνδυνες ουσίες.