Ο καρκίνος, που παραδοσιακά θεωρείται ασθένεια των μεγαλύτερων ηλικιών –αφού στις ΗΠΑ περίπου το 88% των περιπτώσεων αφορά άτομα άνω των 50–, έχει αρχίσει να «χτυπά» όλο και περισσότερο τις νεότερες γενιές.

Από τη δεκαετία του 1990 και μετά, οι διαγνώσεις καρκίνου σε άτομα κάτω των 50 ετών έχουν αυξηθεί με ανησυχητικούς ρυθμούς σε όλο τον κόσμο. Σύμφωνα με μια μεγάλη μελέτη, η παγκόσμια επίπτωση του καρκίνου πρώιμης έναρξης αυξήθηκε κατά 79% μεταξύ 1990 και 2019, με τους σχετικούς θανάτους να ακολουθούν ανοδική πορεία κατά 28%.

Μια άλλη έρευνα, η οποία δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Lancet Public Health, έδειξε ότι στις ΗΠΑ, 17 μορφές καρκίνου παρουσιάζουν σταθερή αύξηση στους νέους, ιδίως σε όσους γεννήθηκαν μετά το 1990. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις εντοπίζονται σε καρκίνους του λεπτού εντέρου και του παγκρέατος.

Τα στοιχεία αυτά δημιουργούν ένα νέο, σοβαρό πρόβλημα. Όπως επισημαίνει η επιδημιολόγος καρκίνου Hyuna Sung από την Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία, η έλλειψη μακροχρόνιων δεδομένων δυσχεραίνει τον ακριβή προσδιορισμό της έναρξης αυτής της τάσης. Ωστόσο, οι γεννημένοι μετά το 1980 αντιμετωπίζουν τετραπλάσια πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου στο ορθό σε σύγκριση με όσους γεννήθηκαν γύρω στο 1950.

Οι προβλέψεις είναι δυσοίωνες: εκτιμάται ότι μέχρι το 2030, η επίπτωση των καρκίνων πρώιμης έναρξης θα αυξηθεί κατά 31% παγκοσμίως. Η Sung τονίζει ότι: «Οι Millennials και η Gen Z θα φέρουν δυσανάλογο βάρος κινδύνου για καρκίνο καθώς μεγαλώνουν, γεγονός που ίσως ανατρέψει δεκαετίες προόδου στην αντιμετώπιση της ασθένειας».

Γιατί εμφανίζονται ολοένα και περισσότεροι νέοι ασθενείς;

Η κλινική εικόνα επιβεβαιώνει τα στατιστικά. Ογκολόγοι όπως ο Alok Khorana από την Cleveland Clinic παρατηρούν ολοένα και περισσότερους νεαρούς ενήλικες, πολλοί εκ των οποίων δεν έχουν οικογενειακό ιστορικό καρκίνου.

«Η μεγάλη απορία είναι γιατί εμφανίζονται ολοένα και περισσότεροι νέοι ασθενείς, και μάλιστα με προχωρημένα στάδια», λέει ο Khorana.

Αν και οι μέθοδοι διάγνωσης έχουν βελτιωθεί, αυτό από μόνο του δεν αρκεί για να εξηγήσει την απότομη αύξηση. Η Hyuna Sung εξηγεί ότι: «Δεν μπορούμε να αποδώσουμε τέτοιες εκτεταμένες και έντονες αυξήσεις μόνο στη βελτίωση του εντοπισμού».

Η κυρίαρχη θεωρία των επιστημόνων είναι ότι οι νέες γενιές εκτίθενται από μικρή ηλικία σε περιβαλλοντικούς και διατροφικούς παράγοντες κινδύνου που είτε δεν υπήρχαν είτε δεν ήταν τόσο έντονοι πριν από το 1990. Η συσσωρευμένη έκθεση σε αυτούς τους παράγοντες από νωρίς στη ζωή φαίνεται να επιδεινώνει τον κίνδυνο.

Οι βασικοί ύποπτοι παράγοντες είναι:

  • Αλλαγές στο μικροβίωμα του εντέρου.
  • Αυξημένη χρήση αντιβιοτικών.
  • Έκθεση σε μικροπλαστικά και χημικές ουσίες τύπου PFAS (γνωστές ως «αιώνιες χημικές ουσίες»).
  • Υιοθέτηση του δυτικού μοντέλου διατροφής.
  • Αύξηση της παχυσαρκίας.

«Αν υπήρχε ένας και μόνο παράγοντας, θα τον είχαμε εντοπίσει ήδη», τονίζει η Dr. Sonia Kupfer, γαστρεντερολόγος στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο. «Μάλλον πρόκειται για συνδυασμό πολλών πραγμάτων».

Η διατροφή: Το κόκκινο κρέας και τα επεξεργασμένα

Η παχυσαρκία φαίνεται να συνδέεται με κάποιους τύπους καρκίνου πρώιμης έναρξης, όπως του παχέος εντέρου, του παγκρέατος και των νεφρών. Ωστόσο, η εικόνα είναι σύνθετη, καθώς άλλες μελέτες δεν διαπίστωσαν σαφή σύνδεση μεταξύ της παχυσαρκίας και του καρκίνου του παχέος εντέρου στις ΗΠΑ.

Ο ογκολόγος Khorana εκτιμά πως δεν είναι τόσο η παχυσαρκία, όσο η ποιότητα της διατροφής που παίζει μεγαλύτερο ρόλο. Αναφέρεται σε διατροφή πλούσια σε υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα, ζάχαρη και κόκκινο κρέας.

Ο ίδιος επισημαίνει ότι: «Όσο περισσότερα στοιχεία της δυτικής διατροφής καταναλώνει κανείς, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος για καρκίνο του παχέος εντέρου σε μικρή ηλικία».

Μια μελέτη του 2022 στο Frontiers in Nutrition ενίσχυσε τη συσχέτιση, συνδέοντας τα λιπαρά και τηγανητά, τα επεξεργασμένα δημητριακά και τα ζαχαρούχα ποτά με αυξημένο κίνδυνο. Αντίθετα, η αυξημένη κατανάλωση φρούτων και λαχανικών φαίνεται να λειτουργεί προστατευτικά.

Αν και οι επιστήμονες ακόμη αναζητούν τον ακριβή μηχανισμό, εργαστηριακές έρευνες σε πειραματόζωα δείχνουν πως συστατικά όπως η ζάχαρη και τα κορεσμένα λιπαρά μπορούν να αλλάξουν το μικροβίωμα και τον μεταβολισμό, αυξάνοντας την πιθανότητα γενετικών μεταλλάξεων που οδηγούν σε όγκους.

Όπως συνοψίζει ο Khorana: «Είναι εξαιρετικά δύσκολο να μελετηθεί ο ρόλος της διατροφής στον καρκίνο, γιατί οι παράγοντες είναι πάρα πολλοί και περίπλοκοι».

Η απειλή των μικροπλαστικών και των PFAS

Τέλος, ένα σημαντικό πεδίο έρευνας αφορά τις χημικές ουσίες και τα υλικά που διαδόθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Τα μικροπλαστικά έχουν πλέον εντοπιστεί παντού – στον αέρα, στο νερό, ακόμη και στο ανθρώπινο σώμα.

Οι PFAS (υπέρ- και πολυφθοροαλκυλικές ουσίες), γνωστές και ως «αιώνιες χημικές ουσίες», βρίσκονται σε πληθώρα προϊόντων, από υφάσματα μέχρι συσκευασίες τροφίμων.

Η Hyuna Sung αναφέρει ότι οι PFAS «υποπτεύονται» ότι συνδέονται με καρκίνους σε όλες τις ηλικίες. Υπάρχουν ήδη μελέτες που συνδέουν τις PFAS στο πόσιμο νερό, τον αέρα και τα εργασιακά περιβάλλοντα με καρκίνους σε διάφορα όργανα, αν και η ειδική σύνδεσή τους με την αύξηση των καρκίνων πρώιμης έναρξης διερευνάται ακόμη.