Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου καλείται να αποφανθεί για τη συνταγματικότητα ή μη της επιβολής πλαφόν στις επιμέρους αμοιβές των συμβολαιογράφων, σε μία χρονική συγκυρία μάλιστα που βρίσκονται σε εξέλιξη οι συζητήσεις για την απελευθέρωση των επαγγελμάτων, μέσα στα οποία περιλαμβάνεται και αυτό του συμβολαιογράφου.

Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης το 2001 για ένα συμβόλαιο συγχώνευσης εταιρειών ασφάλειας ζωής συμβολαιογράφος εισέπραξε 1.071 ευρώ (365.000 δρχ.) από τις οποίες τα 352,16 ευρώ (120.000 δρχ.) αντιστοιχούσαν σε αναλογικό δικαίωμα αμοιβής.

Η αμοιβή για την κατηγορία αυτή των συμβολαίων ανερχόταν σε πάγιο δικαίωμα 14,6 ευρώ (5.000 δρχ.) και με αναλογικό δικαίωμα 1,20% επί του μετοχικού κεφαλαίου των εταιρειών, το οποίο όμως δεν μπορούσε να υπερβεί τα 352,16 ευρώ.

Η συγκεκριμένη υπόθεση δίχασε τους αρεοπαγίτες του Β΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου (απόφαση 1683/2010). Η πλειοψηφία του Β΄ Τμήματος υποστήριξε ότι ο συγκεκριμένος περιορισμός είναι εύλογος, αναγκαίος και πρόσφορος γιατί διαφορετικά η συγχώνευση θα είχε δυσβάστακτο κόστος και δεν θα πραγματοποιείτο ο στόχος του νομοθέτη για περιορισμό δαπανών κατά τη συγχώνευση ή επέκταση των εταιρειών, ενόψει και της περιορισμένης εκτάσεως τέτοιου αντικειμένου συμβολαιογραφικής αρμοδιότητας.

Συνεπώς, συνεχίζει η πλειοψηφία, ο περιορισμός αυτός υπαγορευόμενος από το γενικότερο δημόσιο συμφέρον είναι επιτρεπτός και δεν παραβιάζει τα άρθρα 5 και 25 του Συντάγματος, τα οποία αναφέρονται στην οικονομική ελευθερία και στην αρχή του κράτους δικαίου.

Αντίθετα, η μειοψηφία υποστήριξε ότι ο εν λόγω περιορισμός παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, αφού διευκολύνει μεν τη συγχώνευση – επέκταση των εταιρειών και είναι μη αναγκαίος και απρόσφορος, όμως το αναλογικό ποσοστό με τον περιορισμό της μη υπέρβασης των 352,16 ευρώ (120.000 δρχ.), αποτελεί ασήμαντο παράγοντα στις επιχειρηματικές επιλογές των εταιρειών, ενώ παράλληλα αποτελεί δυσανάλογη συμμετοχή του συμβολαιογράφου για την πραγματοποίηση του στόχου της δημιουργίας δια συγχωνεύσεως μεγάλων εταιρειών.

Με διαφορά μίας ψήφου (3-2) μεταξύ της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας, η υπόθεση παραπέμφθηκε προς οριστική κρίση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.