Το Δημόσιο υποχρεούται να απαλλοτριώσει τις δασικές εκτάσεις που έχουν στην κατοχή τους οικοδομικοί συνεταιρισμοί ή να εγκρίνει την ανταλλαγή των εκτάσεων αυτών με άλλες, εφόσον οι επίμαχες εκτάσεις αποκτήθηκαν (αγοράστηκαν) προ του 1975 και ξεκίνησε η υλοποίηση της ένταξή τους στο σχέδιο πόλης προ του 1979 η οποία όμως ουδέποτε υλοποιήθηκε.

Αυτό αποφάνθηκε η αυξημένη, επταμελής, σύνθεση του Ε’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρόεδρος ο αντιπρόεδρος Κων. Μενουδάκος και εισηγητής ο σύμβουλος Αντ. Ντέμσιας) και δικαίωσε οικοδομικό συνεταιρισμό ιδιωτικών υπαλλήλων και εργατοτεχνιτών, ο οποίος έχει δασική έκταση 621.420 τετραγωνικών μέτρων στα Βίλλια Αττικής.

Η επταμελής σύνθεση του Ε’ Τμήματος του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου ερμηνεύοντας το άρθρο 24 του Συντάγματος για την προστασία του περιβάλλοντος, τον δασικό νόμο 998/1979 και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1058/2012 απόφασή της.

Οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν, ότι η διάταξη του άρθρου 3 του δασικού νόμου που προβλέπει τη δυνατότητα αναγκαστικής απαλλοτρίωσης δασών που ανήκουν σε οικοδομικούς συνεταιρισμούς ή την ανταλλαγή τους με εκτάσεις του Δημοσίου που περιλαμβάνονται σε οικιστική περιοχή, έχει εφαρμογή (το άρθρο 3), σε οποιαδήποτε περίπτωση υπάρχει αδυναμία πολεοδόμησης, έστω και αν οφείλεται σε νομικούς λόγους, όπως είναι η συνταγματική απαγόρευση πολεοδόμησης.

Η επίμαχη αυτή διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 998/1979 δεν είναι αντίθετη με το άρθρο 24 του Συντάγματος, σημειώνουν οι δικαστές, ως προς τις δασικές εκτάσεις που οι συνεταιρισμοί την απέκτησαν (με αγορά ή παραχώρηση κ.λπ.) πριν την έναρξη ισχύος του Συντάγματος του 1975.

Η ίδια νομοθετική διάταξη υπό το ερμηνευτικό φως της ΕΣΔΑ, τονίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, δημιουργεί υποχρέωση του Δημοσίου (ύστερα από αίτημα των ενδιαφερομένων) για ανταλλαγή ή απαλλοτρίωση των εκτάσεων των οικοδομικών συνεταιρισμών, μόνο στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες είχε εγκριθεί η οικιστική αξιοποίηση των εκτάσεων με πράξη των πολεοδομικών αρχών πριν την έναρξη ισχύος του δασικού νόμου 998/1979, δηλαδή πριν την 29η Δεκεμβρίου 1979.

Επιπρόσθετα, υπογραμμίζεται στη δικαστική απόφαση, σε περίπτωση ανταλλαγής η δημόσια έκταση που θα παραχωρηθεί σε συνεταιρισμό θα πρέπει να είναι ίσης αξίας με την ανταλλασσόμενη έκταση.

Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης (όπως αναφέρεται στην απόφαση του ΣτΕ) τον Οκτώβριο του 1970 με υπουργική απόφαση εγκρίθηκε η κτίση από τον συνεταιρισμό της επίμαχης έκτασης στα Βίλλια και προεγκρίθηκε η ίδρυση οικισμού.

Τον Ιούνιο του 1976 με άλλη υπουργική απόφαση χορηγήθηκε άδεια ίδρυσης οικισμού, ενώ τέσσερις μήνες μετά το αρμόδιο υπουργείο γνωμοδότησε για την έκδοση Προεδρικού Διατάγματος που ενέκρινε το ρυμοτομικό σχέδιο.

Έτσι όμως, αναφέρουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, δημιουργήθηκε στο συνεταιρισμό η εύλογη προσδοκία, ότι η έκταση του θα ήταν οικιστικώς αξιοποιήσιμη.

Με τα δεδομένα αυτά, καταλήγει το ΣτΕ, το Δημόσιο οφείλει να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την απαλλοτρίωση ή την έγκριση ανταλλαγής της δασικής έκτασης του συνεταιρισμού. Οι σύμβουλοι Επικρατείας αναπέμπουν την υπόθεση στο αρμόδιο υπουργείο για να προβεί στις νόμιμες ενέργειες.