Το γεγονός ότι η Ευρωπαική Ενωση αντέδρασε πολύ αργά στις σχετικές προειδοποιήσεις που είχε απευθύνει η ελληνική πλευρά, ήδη από τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο, ως προς την εξέλιξη του προσφυγικού ζητήματος, υπογραμμίζει η επικεφαλής της Ελληνικής Αρχής Ασύλου, Μαρία Σταυροπούλου, σε σημερινή συνέντευξή της στην αυστριακή εφημερίδα «Ντι Πρέσε», στην οποία αναφέρεται στην κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή με τους πρόσφυγες στην Ελλάδα.

Απορρίπτοντας ουσιαστικά τους διάφορους ισχυρισμούς ότι η Ελλάδα, ακολουθώντας μία πολιτική ανοικτών πυλών, προκάλεσε την εισροή «παρανόμων», η επικεφαλής της Αρχής Ασύλου τονίζει ότι το τεράστιο προσφυγικό ρεύμα δεν έχει τίποτε να κάνει με την ελληνική πολιτική, εκείνα στα οποία οφείλεται η αύξηση του προσφυγικού ρεύματος είναι ο επί μακρόν συνεχιζόμενος εμφύλιος πόλεμος στη Συρία και σε άλλες εμπόλεμες περιοχές, η κατάσταση στην Τουρκία και προπάντων η αυξημένη πίεση από το Ισλαμικό Κράτος.

«Βλέπαμε από τον Φεβρουάριο, τον Μάρτιο, τί μας έρχεται, ενημερώσαμε εγκαίρως την ΕΕ, αλλά αντέδρασαν πολύ αργά», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Στη συνέντευξή της η κ. Σταυροπούλου διευκρινίζει πως η Ελλάδα δεν αποτελεί τελικό προορισμό για τους πρόσφυγες, τους οποίους καταγράφει στα σύνορα της, λαμβάνει τα δακτυλικά τους αποτυπώματα, και σε εκείνους που δεν θέλουν να υποβάλουν αίτηση χορήγησης ασύλου δίνεται υπηρεσιακό έγγραφο, με το οποίο, ανάλογα με την εθνικότητά τους, μπορούν να παραμείνουν δύο έως έξι μήνες στην Ελλάδα, ενώ μετά πρέπει να εγκαταλείψουν τον ευρωπαϊκό χώρο.

Εφέτος, έως τα τέλη Οκτωβρίου είχαν υποβληθεί συνολικά 10.700 αιτήσεις για χορήγηση ασύλου, περίπου κατά ένα τρίτο περισσότερες από πέρυσι, συμπληρώνει η ίδια.

Σε σχέση με τους οικονομικούς μετανάστες για τους οποίους η ΠΓΔΜ έχει κλείσει τα σύνορά της, αναφέρει πως για να ελαφρυνθούν τα σύνορα υπάρχουν αυτή τη στιγμή θέσεις στους καταυλισμούς στην Αθήνα, αλλά δεν γνωρίζει εάν αυτοί οι άνθρωποι θα υποβάλουν αίτηση ασύλου.

Αναφορικά με το βάρος που σηκώνει η Ελλάδα στο Προσφυγικό, η επικεφαλής της Αρχής Ασύλου σημειώνει ότι εάν ξεπεραστεί ένας συγκεκριμένος αριθμός προσφύγων ο έλεγχος δεν είναι πλέον δυνατός, καμία χώρα δεν μπορεί να αντεπεξέλθει μόνη της, απαιτείται επίδειξη αλληλεγγύης, οι καταγραφές στα σύνορα δεν είναι παιχνίδι καθώς χρειάζεται για κάθε πρόσφυγα τουλάχιστον μισή ώρα, τη στιγμή που καταφθάνουν χιλιάδες.

Για την μετεγκατάσταση, υπήρχαν τέλη Νοεμβρίου 120 πρόσωπα στο πρόγραμμα, ενώ στόχος είναι, σε μια πρώτη φάση μέχρι το τέλος του 2015, να υπάρξουν 500 μετεγκαταστάσεις, και μπορεί μεν να ανοίγουν κάθε τόσο πόρτες σε συνεργαζόμενες χώρες, ωστόσο οι χώρες-μέλη της ΕΕ θα πρέπει να κάνουν πολύ περισσότερα, αναφέρει.

Αλλά, όπως προσθέτει, δεν εναπόκειται μόνον στις χώρες υποδοχής, οι ίδιοι οι πρόσφυγες πρέπει κατ΄ αρχήν να ενημερωθούν για το πρόγραμμα, κάτι που δεν είναι εύκολο, διότι πρέπει να διαθέτουν τα απαραίτητα έγγραφα, ενώ δεν μπορούν να επιλέξουν τον τελικό προορισμό τους και θα πρέπει αρχικά να υποβάλουν στην Ελλάδα αίτηση χορήγησης ασύλου, καθώς αυτό είναι προϋπόθεση για την μεταστέγαση.

Τέλος, κατά την άποψή της, στους πρόσφυγες θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα να υποβάλουν αίτηση χορήγησης ασύλου από τρίτες χώρες.