Να θεσπίσει εύλογα και σαφή κριτήρια αναπροσαρμογής των ασφαλίστρων καθώς και να προβλέψει αυστηρές κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των ασφαλιστικών εταιριών καλεί την πολιτεία η Ένωση Καταναλωτών Ποιότητα Ζωής.

Η ΕΚΠΟΙΖΩ σε ανακοίνωσή της σημειώνει ότι, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και τη νομολογία του Αρείου Πάγου, οι ασφαλιστικές εταιρείες οφείλουν να μνημονεύουν στις συμβάσεις τους συγκεκριμένα και εύλογα για τον καταναλωτή κριτήρια, με βάση τα οποία θα επιτρέπεται να αναπροσαρμόζεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης το ασφάλιστρο.

Αλλά την υποχρέωσή τους αυτή την καταστρατηγούν σήμερα οι ασφαλιστικές εταιρείες, σύμφωνα με την οργάνωση των καταναλωτών, «με συμβάσεις που αφορούν σε εντελώς αόριστες αναφορές και που αφήνουν το δρόμο ανοικτό για μονομερή διαμόρφωση του ασφαλίστρου».

Έτσι, σημειώνει η ΕΚΠΟΙΖΩ, οι ασφαλισμένοι επιβαρύνονται κάθε χρόνο με σημαντικά μεγαλύτερες και συχνά πολλαπλάσιες του πληθωρισμού αυξήσεις, ενώ συνάπτουν μία σύμβαση για νοσοκομειακή κάλυψη στην οποία θεωρούν ότι μπορούν να ανταποκριθούν με βάση το εισόδημά τους, στην πορεία αιφνιδιάζονται από υπέρμετρες αυξήσεις και η εξυπηρέτηση του συμβολαίου γίνεται δυσβάστακτη.

Ανεδαφικές κρίνονται από την ΕΚΠΟΙΖΩ οι αιτιάσεις των ασφαλιστικών εταιριών ότι έχουν προσθέσει στα συμβόλαια εύλογα κριτήρια, όπως το ύψος των νοσηλίων, χωρίς σύνδεση με κάποιο προσβάσιμο δείκτη τιμών ή οι επιστημονικές μέθοδοι διάγνωσης και θεραπείας. Ως παράδειγμα αναφέρεται συμβόλαιο Ζωής μεγάλης ασφαλιστικής εταιρίας, για το οποίο οι αυξήσεις που επιβλήθηκαν σε μέλος της ΕΚΠΟΙΖΩ από το 1997 μέχρι σήμερα ξεπερνούν το 500%, χωρίς μάλιστα να έχουν αναπροσαρμοστεί προς τα πάνω και οι παροχές και καλύψεις.

«Είναι δεδομένο ότι στο πλαίσιο της γενικότερης οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης που επικρατεί σήμερα στην Ελλάδα, οι ασφαλιστικές εταιρίες οφείλουν να αφουγκραστούν τις ανάγκες της κοινωνίας και όχι να ανοίγουν δρόμο στην κερδοσκοπία» σημειώνει η ΕΚΠΟΙΖΩ και συμπληρώνει ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες είναι υποχρεωμένες, σε περίπτωση που διατηρούν την εύλογη δυνατότητα αναπροσαρμογής του ασφαλίστρου, να ακολουθούν κριτήρια ευρέως προσβάσιμα στο καταναλωτικό κοινό.

Τέτοια είναι λ.χ. ο τιμάριθμος ή ακόμα ειδικότερα ο υποδείκτης Υγείας, όπως αυτός δημοσιεύεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος. Η μετάβαση εξάλλου σε άλλη ηλικιακή κατηγορία θα μπορούσε ομοίως να δικαιολογεί αυξήσεις, θα πρέπει όμως αυτές να προσδιορίζονται στο συμβόλαιο, ώστε να τις γνωρίζει ο καταναλωτής κατά το χρόνο που συνάπτει τη σύμβαση και όχι να αναφέρεται γενικά και αόριστα ότι πχ. η ηλικία του ασφαλιζόμενου αποτελεί στοιχείο που συνεκτιμάται για την αναπροσαρμογή. Οι ασφαλιστικές εταιρείες οφείλουν να περιγράφουν με σαφήνεια και διαφάνεια τον τρόπο αναπροσαρμογής του ασφαλίστρου, ώστε να μην εκμεταλλεύονται και να αιφνιδιάζουν τους ασφαλισμένους με αδικαιολόγητες και αυθαίρετες αυξήσεις.

Παράλληλα, υπενθυμίζεται από την οργάνωση των καταναλωτών ότι η ΕΚΠΟΙΖΩ πέτυχε «νέα νίκη» στον αγώνα της ενάντια στις καταχρηστικές και παράνομες πρακτικές της Εθνικής Ασφαλιστικής. Στις 13/01/2011 δημοσιεύτηκε η απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία απορρίπτει την έφεσή της και επικυρώνει με αυτόν τον τρόπο την πρωτόδική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή είχε κριθεί ως παράνομη και καταχρηστική η αύξηση των ετησίων ασφαλίστρων που επέβαλε η εταιρεία κατά τα έτη 2006 και 2007 σε ποσοστό 6,8% και 6,5% αντίστοιχα, στα ασφαλιστήρια συμβόλαια που περιλαμβάνουν γενικό όρο σύνδεσής τους με την Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα ECU.

Η ΕΚΠΟΙΖΩ κατόπιν αυτών των εξελίξεων σημειώνει ότι «συστήνει για ύστατη φορά στην Εθνική Ασφαλιστική να εγκαταλείψει τις παράνομες και καταχρηστικές μεθόδους και να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις των δικαστηρίων».