Δυτικές εταιρείες που συνέχισαν να δραστηριοποιούνται στη Ρωσία μετά την εισβολή στην Ουκρανία φέρονται να έχουν κέρδη δισεκατομμυρίων δολαρίων, όμως το Κρεμλίνο έχει εμποδίσει την πρόσβαση στα κεφάλαιά τους.

Σύμφωνα με έκθεση της Οικονομικής Σχολής του Κιέβου, τα κέρδη των εν λόγω εταιριών εκτιμώνται σε 18 δισεκατομμύρια δολάρια από τα συνολικά 20 εκατομμύρια δολάρια που κατέγραψαν ξένες εταιρείες στη Ρωσία και 199 δισεκατομμύρια δολάρια από τα συνολικά 217 εκατομμύρια δολάρια ακαθάριστα έσοδα.

«Τα στοιχεία μπορεί να έχουν αυξηθεί σημαντικά από τότε, αν και δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί ακριβώς το μέγεθός τους», σημείωσε ο αναπληρωτής διευθυντής της οικονομικής σχολής Αντρίι Ονοπριένκο, ο οποίος συγκέντρωσε τα δεδομένα.

Τα τοπικά κέρδη των εταιρειών από τη BP έως τη Citigroup έχουν «εγκλωβιστεί» στη Ρωσία ύστερα από την επιβολή απαγορεύσεων σε επιχειρήσεις «μη φιλικών χωρών», συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και όλων των κρατών μελών της ΕΕ.

Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα των Financial Times, το μέγεθος των εν λόγω κεφαλαίων αντανακλά όχι μόνο τη βαρύτητα που είχαν οι δυτικές εταιρείες στη ρωσική οικονομία, αλλά και το δίλημμα που αντιμετωπίζουν αυτές οι επιχειρήσεις σχετικά με τις δραστηριότητές τους στη Ρωσία.

Πολλές ξένες εταιρείες προσπαθούν να πουλήσουν τις ρωσικές θυγατρικές τους, αλλά οποιαδήποτε συμφωνία απαιτεί την έγκριση της Μόσχας και υπόκειται σε μεγάλες μειώσεις στο αντίτιμο. Τις τελευταίες ημέρες η British American Tobacco και η σουηδική αυτοκινητοβιομηχανία Volvo ανακοίνωσαν συμφωνίες για τη μεταβίβαση των περιουσιακών τους στοιχείων σε Ρώσους ολιγάρχες.

Άλλες εταιρείες που παραμένουν ενεργές στη Ρωσία είναι η αυστριακή τράπεζα Raiffeisen, η οποία μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία της οικονομικής σχολής του Κιέβου, κατέγραψε τα μεγαλύτερα κέρδη για το 2022, ύψους 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Επίσης οι αμερικανικοί όμιλοι Philip Morris και Pepsi Co κατέγραψαν κέρδη 775 εκατομμύρια δολάρια και 718 εκατομμύρια δολάρια, αντίστοιχα. Η σουηδική εταιρεία κατασκευής φορτηγών Scania σημείωσε κέρδη 621 εκατομμύρια δολάρια, γεγονός που την κατατάσσει στις πιο κερδοφόρες εταιρείες του 2022, που αναγκάστηκε να αποχωρήσει από τη χώρα.

Οι επιχειρήσεις με έδρα τις ΗΠΑ κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο των συνολικών κερδών, με κεφάλαιο που εκτιμάται στα 4,9 δισεκατομμύρια δολάρια, και ακολουθούν οι γερμανικές, οι αυστριακές και οι ελβετικές, με 2,4 δισεκατομμύρια δολάρια, 1,9 δισεκατομμύρια δολάρια και 1 δισεκατομμύριο δολάρια, αντίστοιχα.

Σύμφωνα πάντα με τους Financial Times, οι ευρωπαϊκές εταιρείες ανέφεραν τον περασμένο μήνα αποσβέσεις και ζημιές ύψους τουλάχιστον 100 δισεκατομμυρίων ευρώ από τις δραστηριότητές του στη Ρωσία από την έναρξη της εισβολής στην Ουκρανία.

Ορισμένες από αυτές τις εταιρείες κατάφεραν να παρακάμψουν τους περιορισμούς, ωστόσο αυτό δεν είναι μια απλή υπόθεση. Το ρωσικό υπουργείο Οικονομικών τον περασμένο μήνα παρουσίασε κάποιους κανόνες για τα μερίσματα των ξένων εταιρειών, χωρίζοντας τες ωστόσο σε «καλές» και «κακές» εταιρείες, δηλαδή σε αυτές που επιθυμούν να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους στη Ρωσία και σε αυτές που επιδιώκουν να απομακρυνθούν.

«Η έγκριση για τη διανομή μερισμάτων έχει γίνει εδώ και καιρό ένα είδος ενθάρρυνσης για “καλή συμπεριφορά”, που σημαίνει πως πρέπει να γίνεται ξεκάθαρο πως η εταιρεία επιθυμεί να παραμείνει στη Ρωσία», ανέφερε ένα άτομο που εμπλέκεται σε συμφωνίες αποχώρησης για να προσθέσει: «Για μια μη φιλική εταιρεία, ο επαναπατρισμός των μερισμάτων είναι ήδη τόσο περίπλοκος όσο η πώληση της επιχείρησης». «Ένας από τους πελάτες μου έχασε κάθε ελπίδα και απλώς διέγραψε όλα του τα κέρδη», σημειώνει.