Η έκθεση «Πόσο “καθαρά” είναι τα αυτοκίνητα στην Ευρώπη;» που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα ο περιβαλλοντικός όμιλος «Transport and Environment» καταρρίπτει τον ισχυρισμό αυτοκινητοβιομηχανίας ότι οι υποχρεωτικοί στόχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την ενεργειακή αποδοτικότητα των αυτοκινήτων θα καταστήσει το κόστος τους δυσβάσταχτο για τον καταναλωτή.

Η T&E καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα αυτοκίνητα που πουλήθηκαν πέρυσι στην Ευρώπη ήταν κατά 4% πιο αποδοτικά από ενεργειακής σκοπιάς, κατά μέσον όρο, οι εκπομπές τους διοξειδίου του άνθρακα ήταν κατά 3,7% μικρότερες και παρόλα αυτά ήταν κατά 2,7% φθηνότερα σε σχέση με τα αυτοκίνητα που πουλήθηκαν το 2009.

Μόνον τα επιβατηγά είναι υπεύθυνα για το περίπου 12% των συνολικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, του κύριου αερίου του θερμοκηπίου, στην Ευρώπη ενώ σε αυτά αντιστοιχεί έως και το 10% των συνολικών εκπομπών παγκοσμίως.

Το 2009, η ΕΕ έθεσε τα πρώτα, νομικά δεσμευτικά, πρότυπα αποδοτικότητας καυσίμων για τα αυτοκίνητα και από τις αρχές του 2012 οι εκπομπές τους δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 130 γραμμάρια διοξειδίου του άνθρακα ανά χιλιόμετρο.

Παράλληλα, το 2013, αναμένεται η επιβεβαίωση του προτύπου των 95 γραμμαρίων διοξειδίου του άνθρακα ανά χιλιόμετρο που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιθυμεί για το 2020.

«Η αυτοκινητοβιομηχανία έχει σταθερά και επίμονα αντισταθεί στις ρυθμίσεις για την ενεργειακή αποδοτικότητα, παραπονούμενη ότι το κόστος των αυτοκινήτων θα γίνει “δυσβάστακτο”», είπε ο διευθυντής της T&E, Τζος Ντινγκς. «Όμως, οι εκπομπές των αυτοκινήτων έχουν σήμερα υποχωρήσει στα 140 γραμμάρια διοξειδίου του άνθρακα ανά χιλιόμετρο και δεν συνέβη κάτι τέτοιο, οι τιμές έχουν σε πραγματικούς όρους πέσει», πρόσθεσε.

Η T&E εξέτασε δύο εκτιμήσεις κόστους που είχαν παραγγελθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η μία, το 2001, από την εταιρεία έρευνας και συμβούλων AEA Technology και η άλλη, το 2006, από κονσόρτσιουμ εταιρειών του οποίου ηγείτο η εταιρεία έρευνας και συμβούλων TNO.

Η πρώτη κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στα 140 γραμμάρια ανά χιλιόμετρο θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της μέσης λιανικής τιμής του νέου αυτοκινήτου κατά 2.400 ευρώ σε σχέση με το έτος βάσης 1995.

Η δεύτερη έκανε λόγο για αύξηση κατά 1.200 ευρώ σε σχέση με το έτος βάσης 2002.

Αντιθέτως, σύμφωνα με την έκθεση της T&E, τα νέα αυτοκίνητα έχουν γίνει κατά μέσον όρο πιο φθηνά σε ποσοστό 13% τα τελευταία οκτώ χρόνια κατά μέσον όρο.

Δηλαδή, ένα αυτοκίνητο με τιμή πώλησης 20.000 ευρώ το 2003, σήμερα θα πωλείτο αντί 17.400 ευρώ.

Σημειώνεται, επίσης, ότι οι τιμές των αυτοκινήτων μειώνονται με ταχύτερους ρυθμούς από τότε που άρχισαν να μειώνονται συστηματικά οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα: κατά 2,4% ετησίως, κατά μέσον όρο, την περίοδο 2007-2010, έναντι 0,7% ετησίως την περίοδο 2002-2006.

Αναφορικά, τέλος, με την πρόοδο των μεγαλύτερων αυτοκινητοβιομηχανιών στην Ευρώπη, στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα η T&E διαπιστώνει πως η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε στα αυτοκίνητα της Volvo (9,3%) ενώ αυξήθηκαν οι εκπομπές στα αυτοκίνητα της Honda και της Mazda (κατά 0,6% και 0,3%, αντιστοίχως).

Η Fiat εξακολουθεί να ηγείται στην κατάταξη όσον αφορά τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (126 γραμμάρια ανά χιλιόμετρο), ακολουθούμενη από την Toyota (130 γραμμάρια), την PSA Peugeot Citroen (131 γραμμάρια) και τη Renault (136 γραμμάρια).

Συνολικά, η αυτοκινητοβιομηχανία υπολείπεται κατά 7% από την επίτευξη του στόχου των 130 γραμμαρίων ανά χιλιόμετρο που έχει τεθεί για το 2015.

Πέρυσι, είχε να καλύψει έλλειμμα 11%.