O Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να είναι «βυθισμένος» σε δύσκολες δικαστικές διαμάχες, αλλά ενώ προσπαθεί να εκμεταλλευτεί προς το συμφέρον του ακόμη και τη φωτογραφία της σύλληψής του, στην διχασμένη κοινωνία των ΗΠΑ λογαριάζεται ως το φαβορί για να πάρει το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2024 – κι αυτό παρόλο που σνόμπαρε το ντιμπέιτ των υποψηφίων. Έτσι, παραμένει στη σφαίρα του δυνατού η επιστροφή του στον Λευκό Οίκο. Κι αυτό θα «προκαλούσε σοκ», σύμφωνα με ρεπορτάζ της Wall Street Journal.

https://twitter.com/WSJ/status/1696119195128177064

Αξιωματούχοι που μίλησαν στο συγκεκριμένο μέσο έκαναν τις εκτιμήσεις τους για το πώς θα μπορούσε να αλλάξει το γεωπολιτικό και το οικονομικό σκηνικό στο σενάριο της εκλογής του μεγιστάνα. Εξέφρασαν, δε, τις ανησυχίες τους για έναν νέο παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο, αλλά και πιθανή απόσυρση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ, κάτι που θα σήμαινε και διακοπή της στήριξης στην Ουκρανία.

https://twitter.com/WSJ/status/1696239993914613822

Σύμμαχοι και αντίπαλοι ήδη κάνουν τα πλάνα τους

Έχοντας κατά νου λοιπόν τις μετρήσεις των δημοσκοπήσεων «φίλοι» κι «εχθροί» των ΗΠΑ ανά τον κόσμο ήδη ετοιμάζουν την στρατηγική τους και καταστρώνουν τα πλάνα τους και το πώς θα δρούσαν σε μια νέα περίοδο διακυβέρνησης Τραμπ.

«Σύμμαχοι από το Παρίσι έως το Τόκιο θεωρούν τον Τραμπ έναν αλλοπρόσαλλο ηγέτη με ελάχιστο ενδιαφέρον στο να καλλιεργήσει μακροπρόθεσμους δεσμούς ή να αποκρούσει τον επεκτατισμό Ρωσίας και Κίνας. Άλλοι συμπεριλαμβανομένου του Πεκίνου και της Μόσχας βλέπουν πιθανά οφέλη από τον Τραμπ, τον οποίο θεωρούν ως ένα ηγέτη που είναι πρόθυμος να συνάψει συμφωνίες για να αμβλύνει τις εντάσεις σε hot spots όπως η Ουκρανία και η Ταϊβάν, σύμφωνα με αναλυτές. Εθνικιστές και λαϊκιστές πολιτικοί εκφράζουν επίσης υποστήριξη για τις φιλοδοξίες του Τραμπ», αναφέρει χαρακτηριστικά η Wall Street Journal.

Επισήμως βεβαίως κυβερνητικοί αξιωματούχοι και πολιτικοί αρνούνται να κάνουν την όποια δήλωση, που θα μπορούσε να εκληφθεί ότι υπονομεύει την τρέχουσα ή την επόμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ και να πυροδοτήσει αντιδράσεις από τη μία ή την άλλη πλευρά. Ωστόσο αξιωματούχοι που μίλησαν στην «WSJ» υπό καθεστώς ανωνυμίας μοιράστηκαν τις σκέψεις τους.

Ο παγκόσμιος εμπορικός πόλεμος

Η πιο ευρέως διαδεδομένη ανησυχία είναι πως μία ενδεχόμενη επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο θα πυροδοτούσε νέο παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο, σε μία περίοδο που ήδη μετράμε πληγές από τον πόλεμο στην Ουκρανία, τον εκρηκτικό πληθωρισμό και τις αυξήσεις επιτοκίων. Ο υποψήφιος για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων έχει απειλήσει να επιβάλλει νέους δασμούς στο σύνολο των εισαγόμενων προϊόντων στις ΗΠΑ – καταφέροντας έτσι πλήγμα όχι μόνο σε αντιπάλους, αλλά και σε συμμάχους.

Η Κίνα, στο μεταξύ, περίμενε αλλαγές στην πολιτική του Τζο Μπάιντεν μετά τις εντάσεις που επικράτησαν στις οικονομικές της σχέσεις στην περίοδο διακυβέρνησης Τραμπ. Ωστόσο, ο Μπάιντεν διατήρησε την σκληρή γραμμή, εν μέρει κι εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία. Οι περιορισμοί στις κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας επεκτάθηκαν, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης των ΗΠΑ να πωλούν προηγμένους ημιαγωγούς και εξοπλισμό κατασκευής τσιπ στην Κίνα πέρυσι.

Από την άλλη με τον Τραμπ να θέλει να μειώσει την στρατιωτική βοήθεια προς άλλες χώρες πιθανώς η Ταϊβάν θα αποδυναμωνόταν κι αυτό θα θεωρούνταν μια συμφέρουσα εξέλιξη για το Πεκίνο.

Το ενδεχόμενο αποχώρησης από το ΝΑΤΟ

Ο Τραμπ έχει απειλήσει ακόμη να αποσύρει τις ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ – κάτι που θα σήμαινε και απόσυρση της στήριξης στην Ουκρανία. «Υπάρχουν ισχυρές πιθανότητες επανεκλογής του Τραμπ», λέει ο Μπενζαμίν Χαντάτ, Γάλλος βουλευτής από το κόμμα του Εμανουέλ Μακρόν. «Αναγκάζει εμάς τους Ευρωπαίους να δούμε το μήνυμα και να αναλάβουμε μεγαλύτερη ευθύνη». «Ο Τραμπ υπολογίζει λιγότερο τους συμμάχους των ΗΠΑ» τονίζει από την πλευρά της και η Μπόνι Γκλέιζερ, γενική διευθύντρια του προγράμματος Ινδικού – Ειρηνικού Ωκεανού στο German Marshall Fund.

Τα σενάρια αυτά προκαλούν έντονες ανησυχίες ανά την Ευρώπη και τον Ειρηνικό. Η διακυβέρνηση Μπάιντεν είχε προσπαθήσει να ενισχύσει τους δεσμούς και την επιρροή στην Ασία, μεσολαβώντας ακόμη και για την αποκατάσταση των σχέσεων Ιαπωνίας – Νότιας Κορέας. Και η Ουάσινγκτον έχει αποστείλει αμυντικό εξοπλισμό και ανθρωπιστική βοήθεια πολλών δισεκατομμυρίων στο Κίεβο για να αντισταθεί στη ρωσική εισβολή.

Την επανεκλογή του Τραμπ πιθανώς θα την έβλεπε με καλό μάτι η Ρωσία κι ο Βλαντίμιρ Πούτιν, που έχει προετοιμαστεί για μια μακρά σύγκρουση στην Ουκρανία. Ο Τραμπ στο παρελθόν είχε πει πως αν ήταν εκείνος στα πράγματα ο πόλεμος θα τέλειωνε σε πέντε λεπτά…

Τι κάνουν Γερμανία και Γαλλία

Γάλλοι αξιωματούχοι είπαν στη «WSJ» ότι η πιθανότητα επιστροφής του Τραμπ στον Λευκό Οίκο σημαίνει ότι οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να αυξήσουν αισθητά τη δική τους παραγωγικών οπλικών συστημάτων, ώστε να μπορούν να εφοδιάσουν επαρκώς τους Ουκρανούς ακόμη και χωρίς αμερικανική βοήθεια. Οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης επίσης πιέζουν για ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ – προκειμένου να έχει η Ουκρανία εγγυήσεις ασφαλείας – αν και πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες το θεωρούν κακή ιδέα.

Ο Μακρόν αιφνιδιάστηκε όταν ένας συνασπισμός υπό την ηγεσία της Γερμανίας ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει να δαπανήσει δισεκατομμύρια ευρώ για ένα πρόγραμμα αγοράς πυραυλικών συστημάτων Patriot από τις ΗΠΑ, σνομπάροντας ένα ανταγωνιστικό σύστημα που αναπτύχθηκε από τη Γαλλία, την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Σύμφωνα με τον Μπάιντεν, ο Μακρόν είναι εδώ και καιρό σκεπτικός ως προς το ότι η εκλογή του προέδρου Μπάιντεν το 2020 σηματοδοτεί το τέλος της εποχής Τραμπ. Ο Μπάιντεν έχει διηγηθεί ότι φτάνοντας στην πρώτη του σύνοδο κορυφής της G-7 ως πρόεδρος, δήλωσε στους ομολόγους του: «Η Αμερική επέστρεψε». Ο Μακρόν απάντησε: «Για πόσο καιρό;».

Η Γερμανία εστιάζει περισσότερο στο να αναπτύξει από τώρα διαύλους επικοινωνίας, σε μία προσπάθεια να αποφύγει την επανάληψη της εμπειρίας του 2016, όταν η εκλογή Τραμπ αιφνιδίασε το Βερολίνο. Η κυβέρνηση της Άγκελα Μέρκελ δυσκολεύτηκε πολύ να αποκτήσει «πρόσβαση» στον Λευκό και οι σχέσεις Μέρκελ – Τραμπ. Σύμφωνα με τη WSJ ο Βόλφανγκ Σμιντ, στενός συνεργάτης του Όλαφ Σολτς, έχει πραγματοποιήσει τακτικές επισκέψεις στην Ουάσινγκτον, αναπτύσσοντας δεσμούς με βασικά στελέχη των Ρεπουμπλικάνων. Τον Σεπτέμβριο η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών, Αναλένα Μπέρμποκ, θα πραγματοποιήσει 10ημερη επίσκεψη στις ΗΠΑ, κατά την οποία θα επισκεφτεί και το Τέξας, προπύργιο των Ρεπουμπλικάνων.

Βέβαια, πρόσφατα ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς, τόνισε πως θεωρεί απίθανο να ξαναδεί τον Ντόναλντ Τραμπ στο Οβάλ Γραφείο.

Το Ισραήλ, η Μέση Ανατολή και το Ιράν

Στους ηγέτες του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας, αλλά και των υπόλοιπων χωρών της Μέσης Ανατολής φέρεται να υπάρχει σκεπτικισμός. Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στο Ισραήλ κι ευθυγραμμίζεται με την πολιτική και τις απόψεις της ακροδεξιάς κυβέρνησης του Μπενιαμίν Νετανιάχου, Σε συνέντευξή του αυτό το καλοκαίρι, ο Νετανιάχου επαίνεσε τον Τραμπ, αλλά αρνήθηκε να πει αν είχε στενή επαφή μαζί του. «Νομίζω ότι έκανε πράγματα που ήταν θαυμάσια για την ασφάλεια του Ισραήλ», δήλωσε ο Νετανιάχου. «Οπότε το εκτιμώ αυτό».

Στο μεταξύ, τους τελευταίους μήνες έγιναν προσπάθειες να αναπτυχθεί σχέση μεταξύ των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας.

Το Ιράν, από τη μεριά του, κινείται για την απελευθέρωση των Αμερικανών κρατουμένων σε μια προσπάθεια να αποκτήσει πρόσβαση σε έσοδα από το πετρέλαιο ύψους περίπου 6 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Τα χρήματα, τα οποία ουσιαστικά είχαν παγώσει στη Νότια Κορέα στο πλαίσιο των αμερικανικών κυρώσεων, μεταφέρονται μέσω της Ελβετίας στο Κατάρ για πιθανή απελευθέρωση στο Ιράν.

Αυτόν τον μήνα, το Ιράν μετέφερε τέσσερις Αμερικανούς πολίτες από τη φυλακή σε κατ’ οίκον περιορισμό, το πρώτο βήμα σε μια προσδοκώμενη συμφωνία απελευθέρωσης κρατουμένων μεταξύ της Τεχεράνης και της κυβέρνησης Μπάιντεν. Ο Τραμπ ως πρόεδρος αποσύρθηκε από τη συμφωνία του 2015 που έθετε όρια στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν με αντάλλαγμα την άρση των κυρώσεων. Ενίσχυσε τις κυρώσεις κατά του Ιράν και επέκρινε την απελευθέρωση των παγωμένων ιρανικών κεφαλαίων από την κυβέρνηση Ομπάμα.