Η Beulah Maude Durrant (Maud Allan) γεννήθηκε στο Τορόντο του Καναδά στις 17 Αυγούστου του 1873. Η οικογένειά της μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο το 1879, ενώ η ίδια σπούδασε μουσική στο Βερολίνο.

Το 1895 ο αδερφός της Theodore Durrant κατηγορήθηκε για την άγρια δολοφονία των Blanche Lamont και Minnie Flora Williams και καταδικάστηκε στην εσχάτη των ποινών. Εκτελέστηκε στις 7 Ιανουαρίου του 1898.

Εξαιτίας του γεγονότος αυτού η Beulah Maude Durrant άλλαξε το όνομά της σε Maud Allan.

Το 1900 δημοσίευσε ένα εικονογραφημένο εγχειρίδιο σεξ για γυναίκες, ενώ άρχισε να εργάζεται ως επαγγελματίας χορεύτρια.

Εμπνευσμένη από τη Σαλώμη, ένα έργο του Όσκαρ Ουάιλντ, δημιούργησε μια παράσταση με τίτλο «Dance of the Seven Veils», το οποίο ανέβηκε για πρώτη φορά στη Βιέννη το 1906, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις.

Δύο χρόνια μετά η Maud Allan προώθησε ακόμη παραπάνω την καριέρα της, εκδίδοντας μια αυτοβιογραφία με τίτλο «My Life and Dancing».

Το 1908 η Allan πήγε στην Αγγλία και σύμφωνα με τον James Hayward, συγγραφέα του βιβλίου «Myths and Legends of the First World War» (2002), «η Allan είχε μεγάλη επιτυχία στο Λονδίνο εκείνη τη χρονιά, κυρίως χάρη στην ηδονική σιλουέτα της και τα αποκαλυπτικά της κοστούμια».

Σύμφωνα με ένα άρθρο που είχε δημοσιευτεί στις 3 Μαΐου του 1908 στην εφημερίδα The Daily Mail, η Allan φέρεται να είχε πει τότε: «Η τέχνη του χορού, όπως γίνεται αντιληπτή από τη μεγάλη μάζα του λαού, είναι μια σειρά από τακτικές, ρυθμικές κινήσεις που απαιτούν συγκεκριμένη μουσική υπόκρουση. Δεν ισχύει το ίδιο όμως με τη δική μου δουλειά. Εγώ εμπνέομαι από τη μουσική… Εγώ προσπαθώ να εκφράσω καθαρά και βαθιά, αυτό που αισθάνεται κανείς όταν ακούει όμορφες μελωδίες».

Κατά τη διάρκεια της περιοδείας της η Allan γνώρισε πολλές αντιδράσεις, ενώ της απαγορεύτηκε να δώσει την παράστασή της στο Μάντσεστερ. Στις 8 Ιουνίου του 1908 οι New York Times είχαν γράψει: «Η δεσποινίδα Maud Allan, η ξυπόλητη και μισόγυμνη χορεύτρια, η οποία πρόκειται να δώσει στους Νεοϋορκέζους την ευκαιρία να δουν από κοντά τη δική της Σαλώμη και άλλους χορούς, δεν επιτρέπεται να δώσει παραστάσεις στο Μάντσεστερ, που είναι η πιο σημαντική θεατρική πόλη της Αγγλίας, πέρα από τη βρετανική πρωτεύουσα».

Μετά από 250 παραστάσεις στην Αγγλία η Allan επέστρεψε στις ΗΠΑ. Εμφανίστηκε στο Carnegie Hall για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1910.

Ακολούθησε παγκόσμια περιοδεία και το 1915 πρωταγωνίστησε στη βωβή ταινία «The Rug Maker’s Daughter».

Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο Λονδίνο η Allan πέρα από επιτυχία γνώρισε και πολλούς… εχθρούς.

Ανάμεσα σε αυτούς ήταν οι Noel Pemberton Billing και Arnold Henry White, οι οποίοι είχαν ιδρύσει την οργάνωση Vigilente Society, σκοπός της οποίας ήταν «να προωθεί την αγνότητα στη δημόσια ζωή», αναφέρει το δημοσίευμα.

Οι δυο τους είχαν ακούσει κάποιες φήμες ότι η Allan είχε δεσμό με τη Margot Asquith, τη σύζυγο του πρώην πρωθυπουργού, Herbert Asquith. Πίστευαν ότι και οι τρεις ήταν πράκτορες των Γερμανών.

Βασιζόμενος σε πληροφορίες που του έδωσε ο Harold Sherwood Spencer, ο βρετανός πολιτικός Billing δημοσίευσε ένα άρθρο στο «The Imperialist» στις 26 Ιανουαρίου του 1918, αποκαλύπτοντας την ύπαρξη ενός «Μαύρου Βιβλίου», το οποίο περιείχε εκθέσεις γερμανών πρακτόρων, οι οποίοι είχαν εισβάλλει στη χώρα τα τελευταία 20 χρόνια.

Ο Noel Pemberton Billing ισχυρίστηκε ότι το βιβλίο περιείχε τα ονόματα 47.000 σεξουαλικά διεστραμμένων Βρετανών, οι οποίοι εκβιάζονταν και δέχονταν απειλές από τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες. Ανάμεσα σε αυτά, όπως είπε, υπήρχαν και αυτά από «χορεύτριες», υπονοώντας την Maud Allan, προσθέτει ο αρθρογράφος.

Το Φεβρουάριο του 1918 ο θεατρικός παραγωγός Jack Grein ανακοίνωσε ότι η Maud Allan θα έδινε δύο ιδιωτικές παραστάσεις με τη Σαλώμη του Όσκαρ Ουάιλντ τον ερχόμενο Απρίλιο. Οι παραστάσεις θα ήταν ιδιωτικές γιατί είχαν απαγορευτεί από καιρό από τον Lord Chancellor ως βλάσφημες. Ο Billing είχε ακούσει φήμες ότι η Allan ήταν λεσβία και πως είχε δεσμό με τη σύζυγό του πρώην πρωθυπουργού Herbert Asquith. Επίσης, πίστευε ότι η Allan και οι Asquiths ήταν όλοι τους μέλη του Αόρατου Χεριού (Unseen Hand).

Στις 16 Φεβρουαρίου του 1918 η πρώτη σελίδα του The Vigilante είχε τον εξής τίτλο: «Η λατρεία της κλειτορίδας» (The Cult of the Clitoris). Ακολουθούσε η εξής παράγραφος: «Για να γίνει κανείς μέλος των ιδιωτικών παραστάσεων της Σαλώμης του Όσκαρ Ουάιλντ της Maud Allan πρέπει να κάνει αίτηση σε μια Miss Valetta στην οδό 9 Duke Street, Adelphi, W.C. Αν η Scotland Yard ήθελε να σταματήσει τη λίστα των μελών αυτών, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα έβρισκε πολλά ονόματα στους πρώτους 47.000».

Μόλις η Allan έμαθε για τη δημοσιοποίηση του συγκεκριμένου άρθρου πήρε την κατάσταση στα χέρια της. Το Μάρτιο του 1918 κίνησε ποινικές διαδικασίες για άσεμνες και δυσφημιστικές αναφορές.

Στις 4 Ιουνίου του 1918 ο Noel Pemberton Billing απαλλάχθηκε από όλες τις κατηγορίες.

Παρέμεινε στη θέση του όμως προς το τέλος του Πρώτο Παγκοσμίου Πολέμου η φήμη του είχε αρχίσει να καταστρέφεται. Ειδικά όταν η Eileen Villiers-Stuart παραδέχτηκε ότι τα στοιχεία που είχε αναφέρει στο δικαστήριο σχετικά με την υπόθεση της Maud Allan ήταν εικονικά και πως είχε κάνει πρόβες για όσα θα έλεγε με τον Billing και τον Harold S. Spencer.

Ο Billing γνωρίζοντας ότι στις επόμενες εκλογές θα γνώριζε την ήττα, αποσύρθηκε ισχυριζόμενος ότι ήταν πολύ άρρωστος.

Η Allan δε χόρεψε ξανά και σύμφωνα με το βιογράφο της, «με το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ζούσε φτωχικά μέσα σε ένα τμήμα μιας έπαυλης στο Regent Park». Όταν καταστράφηκε το σπίτι της, επέστρεψε στις ΗΠΑ.

Πέθανε σε γηροκομείου του Λος Άντζελες στις 7 Οκτωβρίου του 1956.