Η παράσταση του έργου «1.000 βήματα με τον Κιρίλ Σερεμπρένικοφ», είναι θα έλεγε κανείς μια ασυνήθιστη παράσταση. Οι θεατές ακολουθούν την διαδρομή περιπάτου την οποία επιτρέπεται να κάνει καθημερινά ο διάσημος Ρώσος σκηνοθέτης, διευθυντής της πρωτοποριακής θεατρικής σκηνής της Μόσχας « Γκόγκολ- Τσεντρ» (Κέντρο Γκόγκολ), νιώθοντας, εν μέρει, πώς είναι να είναι κάποιος σε κατ’ οίκον περιορισμό. Εμπνευστές της παράστασης είναι ο δημοσιογράφος και σκηνοθέτης Μιχαήλ Ζιγκάρ και ο παραγωγός Κάρεν Σαϊνιάν, οι οποίοι ανακοίνωσαν την σύσταση της νέας τους σκηνής «Μετακινούμενο Θέατρο Τέχνης», η οποία και ανεβάζει το συγκεκριμένο έργο.

Ο Κιρίλ Σερεμπρένικοφ, ο οποίος έχει παραπεμφθεί στην δικαιοσύνη με την κατηγορία ότι ο ίδιος και ο θίασός του υπεξαίρεσαν χρήματα που προέρχονταν από κρατική επιχορήγηση, κατηγορία την οποία αρνείται, βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό εδώ και ένα χρόνο. Σύμφωνα με τους σχετικούς με την ποινή κανονισμούς, του επιτρέπεται να κάνει ένα περίπατο, μία φορά την ημέρα ακολουθώντας μια συγκεκριμένη διαδρομή στην συνοικία Πρετσίστενκα στην οποία διαμένει, φορώντας ένα ηλεκτρονικό βραχιολάκι στον αστράγαλο, το οποίο είναι υποχρεωτικό για όσους βρίσκονται σε κατ’ οίκον περιορισμό.

Αυτή την διαδρομή του περιπάτου που κάνει καθημερινά ο Σερεμπρένικοφ, κάνουν και οι θεατές της παράστασης. Δηλαδή μπορούν έστω και εν μέρει να βιώσουν την καθημερινή εμπειρία του συλληφθέντος σκηνοθέτη. Οι θεατές που συμμετέχουν στην ξενάγηση- περίπατο, συγκεντρώνονται στο εστιατόριο «Βαρόνεζ», βάζουν στη συνέχεια ακουστικά, φορούν τα πλαστικά βραχιολάκια τα οποία τοποθετούνται γύρω από τον αστράγαλο τους και όχι ηλεκτρονικά όπως φορούν οι καταδικασθέντες σε κατ’ οίκον περιορισμό. Με τα ακουστικά μπορούν να ακούσουν τη φωνή του Σερεμπρένικοφ. Στο διάστημα της μιάμισης ώρας που διαρκεί ο περίπατος, ο σκηνοθέτης Κιρίλ Σερεμπρένικοφ αναλαμβάνει να μιλήσει για όλα όσα ξέρει για την συνοικία στην οποία μένει και για τους σπουδαίους κατοίκους της.

Ο Σερεμπρένικοφ έχει εντρυφήσει άριστα στην ιστορία του πολιτισμού, όπως έχει εντρυφήσει εξίσου και στην σύγχρονη τέχνη (με την ευρεία έννοια του όρου), η οποία δεν περιορίζεται για τον ίδιο μόνο στο θέατρο. Μάλιστα, εκθέτοντας κατά την ξενάγηση τις απόψεις του για τον κινηματογράφο, την λογοτεχνία, τη μουσική, δεν επαναλαμβάνει ποτέ γενικές θέσεις. Είναι αλήθεια ότι χάρη σ’ αυτή του την προσωπική του προσέγγιση, με την οποία παρουσιάζει τους κλασικούς της τέχνης, έχει αποκτήσει σε μεγάλο βαθμό την εικόνα του «προκλητικού σκηνοθέτη», η οποία όμως δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα.

Όπως μεταδίδει το ΑΠΕ, για τον Σερεμπρένικοφ, η συλλογική γνώση για τον πολιτισμό είναι σχεδόν πάντα λαθεμένη. Το 2013 ανέβηκε η επετειακή του παράσταση για τον Στανισλάφσκι. Το έργο είχε τίτλο «Εκτός συστήματος», που έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με την επικρατούσα αντίληψη για τον ιδρυτή του Θεάτρου Τέχνης. Πριν από τρία χρόνια ανέβασε στο «Γκόγκολ –Τσεντρ» μια παράσταση βασισμένη στην ποιητική συλλογή του Νεκράσοφ «Ποιοι ζουν καλά στην Ρωσία», η οποία στο σχολείο προκαλούσε τα χασμουρητά όλων και την οποία δεν έκανε κανείς ποτέ τον κόπο να ξαναδιαβάσει. Ακόμη και οι φιλόλογοι απέφευγαν να γράψουν κάτι γι αυτήν. Ο Σερεμπρένικοφ αποκατέστησε πλήρως τον Ρώσο αυτό ποιητή, αποδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο, αυτά που συμβαίνουν σήμερα. Επιπλέον ο Σερεμπρένικοφ είδε ότι οι στίχοι του Νεκράσοφ έχουν μια πλαστικότητα και μπορούν να διαβαστούν με δεκάδες διαφορετικούς τρόπους, σαν διάλογοι της καθημερινότητας, σαν ορατόριο, σαν ραπ, σαν τραγούδι.

Στην ξενάγηση που κάνει στην συνοικία Πρετσίστενκα και στα πέριξ της, διακρίνει κανείς τον δικό του προσωπικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει όχι μόνο την τοποθεσία αλλά και τους ανθρώπους που έμεναν σ’ αυτήν. Ο Τουργκένιεφ, ο Πάστερνακ, ο Μπουλγκάκοφ, ο Γιεσένιν, η Ισιδώρα Ντάνκαν, και ο αρχιτέκτονας Σέχτελ, που έμεναν στην συνοικία αυτή, είναι για τον Σερεμπρένικοφ περισσότερο γείτονες, παρά πρόσωπα που τα συναντά κανείς στα λήμματα ογκωδέστατων εγκυκλοπαιδειών. Μερικές φορές ως αφηγητής προσπαθεί να αποκαταστήσει την ιστορική αδικία. Για παράδειγμα το Ινστιτούτο Σέρμπσκι –που υπήρξε το λίκνο της σοβιετικής σωφρονιστικής ψυχιατρικής– φέρει το όνομα ενός ψυχίατρου, που αγωνίζονταν πάντα για την αντιμετώπιση με ανθρωπισμό των ψυχικά ασθενών, αλλά σήμερα το όνομά του συνδέεται με τις διώξεις.

Η συνοικία Πρετσίτσενκα, με τα ασυνήθιστα πολλά κτίρια σε αρχιτεκτονική γραμμή του μοντέρνου, στα οποία ως εκ θαύματος έχουν διατηρηθεί οι ξύλινες πόρτες και τα ξύλινα παράθυρά τους, μετατρέπεται κατά κάποιο τρόπο σε έναν ‘ήρωα’ της παράστασης, Καθώς ο «ξεναγός» ειρωνεύεται τα καινούργια κτίρια που ανεγέρθησαν την περίοδο που δήμαρχος της Μόσχας ήταν ο Γιουρί Λουζκόφ, όπως και τα νέα μνημεία, καταλήγει λέγοντας πως τις τοιχογραφίες των Μπορίσοφ-Μουσάτοφ που βρίσκονται σε μια από τις επαύλεις που είχε κατασκευάσει ο αρχιτέκτονας Φέχτελ, μπορεί σήμερα να τις δει μόνο ο πρεσβευτής της Αυστραλίας και οι προσκεκλημένοι του. Σε όλη την συνοικία λαμπυρίζουν ασημένιες επιγραφές, με την «Διεύθυνση της τελευταίας κατοικίας» πολλών κατοίκων της που επέζησαν της περιόδου της «Μεγάλης τρομοκρατίας» (των σταλινικών διώξεων). Είναι ένα θέμα που αναδεικνύεται μέσα από την αφήγηση του Σερεμπρένικοφ, υπενθυμίζοντας σε πολλούς τις συνθήκες μέσα στις οποίες ανεβαίνει σήμερα η παράσταση αυτή, κάνοντας τους να αισθανθούν το πλαστικό βραχιολάκι που βρίσκεται γύρω από τον αστράγαλο τους.