Μπορεί η Τερέζα Μέι να χαρακτηρίζει το σχέδιο συμφωνίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση για το Brexit «το καλύτερο δυνατό που θα μπορούσε να διαπραγματευτεί η βρετανική κυβέρνηση» και να τονίζει πως κινείται προς το «εθνικό συμφέρον» του Ηνωμένου Βασιλείου, μέρος των υπουργών της ωστόσο φαίνεται πως δεν ασπάζονται την άποψή της.

Από το πρωί, λίγες ώρες μετά την επίτευξη της συμφωνίας, οι παραιτήσεις στην κυβέρνησή της πέφτουν βροχή και μέχρι στιγμής έχουν ανακοινώσει την αποχώρησή τους πέντε στελέχη.

Οι τελευταίοι κρίκοι στην αλυσίδα των παραιτήσεων  ήταν η υφυπουργός για το Brexit Σουέλα Μπρέιβερμαν- κι ενώ ήδη από το πρωί είχε παραιτηθεί ο προϊστάμενός της υπουργός Brexit Ντόμινικ Ράαμπ- και η Άν- Μαρί Τρεβέλιαν, που εργαζόταν στο πλευρό των υπουργών Παιδείας.

«Αδυνατώ πλέον να στηρίξω ειλικρινώς τη συμφωνία στην οποία κατέληξε χθες το υπουργικό συμβούλιο» ανέφερε στην επιστολή της η Μπρέιβερμαν, σημειώνοντας πως η πρόταση για το «backstop» στη Βόρεια Ιρλανδία δεν είναι αυτό που είχαν εγκρίνει με την ψήφο τους οι Βρετανοί και απειλεί να διασπάσει το Ηνωμένο Βασίλειο.

 

Εκφράζοντας ανησυχίες για τη συμφωνία της κυβέρνησης για το Brexit αποχώρησε και  η Τρεβέλιαν.

 

Είχε προηγηθεί η υπουργός Εργασίας Εσθερ ΜακΒέι, η οποία είχε τονίσει στην επιστολή παραίτησής της πως «η συμφωνία δεν τιμά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος».

 

Το ισχυρότερο χτύπημα στη Μέι ήταν μάλλον η παραίτηση του υπουργού αρμόδιου για το Brexit Ντόμινικ Ράαμπ, ο οποίος αποχώρησε επισημαίνοντας: ««Δεν μπορώ να συμφιλιώσω τους όρους της προτεινόμενης συμφωνίας με τις υποσχέσεις που κάναμε στον λαό μας στη διακήρυξή μας στις τελευταίες εκλογές. Αυτό είναι, στην ουσία του, πρόβλημα εμπιστοσύνης».

 

Η πρώτη παραίτηση ήταν αυτή του υπουργού για τη Βόρεια Ιρλανδία Σέλις Βάρα, ο οποίος επέκρινε τη συμφωνία σημειώνοντας πως αφήνει το Ηνωμένο Βασίλειο «μισό μέσα μισό έξω, χωρίς χρονοδιάγραμμα για το πότε επιτέλους θα γίνουμε κυρίαρχο έθνος».

 


Με τις πέντε παραιτήσεις «στην πλάτη» της, η Μέι προσπαθεί να πείσει το βρετανικό κοινοβούλιο να αποδεχθεί το σχέδιο συμφωνίας για το Brexit, το οποίο θα πρέπει να επικυρωθεί κατά την διάρκεια της έκτακτης ευρωπαϊκής συνόδου κορυφής της 25ης Νοεμβρίου στις Βρυξέλλες. Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ έσπευσε να ανακοινώσει σήμερα το πρωί την σύγκληση έκτακτης ευρωπαϊκής συνόδου κορυφής στις 25 Νοεμβρίου. «Θα κάνω ό,τι μπορώ ώστε αυτό το “αντίο” να είναι το λιγότερο επώδυνο δυνατό» είπε ο Τουσκ.

Η Τερέζα Μέι παρουσιάζει σήμερα ενώπιον της Βουλής των Κοινοτήτων το σχέδιό της. Η Βουλή θα αποφασίσει επ΄αυτού τον Δεκέμβριο. Σε περίπτωση αρνητικής ψήφου, θα πρέπει να αναθεωρήσει. Όμως, το σχέδιο συμφωνίας που είναι καρπός δύσκολων διαπραγματεύσεων ανάμεσα στο Λονδίνο και τις Βρυξέλλες στρέφει εναντίον του τόσο τους υποστηρικτές όσο και τους αντιπάλους του Brexit, που φοβούνται ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα παραμείνει εγκλωβισμένο στους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί σειρά ετών, χωρίς όμως να έχει πλέον τον λόγο που είχε ως μέλος της Ενωσης.

Το θέμα- αγκάθι του ιρλανδικού συνόρου

Το ζήτημα που έφερε σε αδιέξοδο τις συνομιλίες ήταν τα ιρλανδικά σύνορα και η αποφυγή της επαναφοράς «σκληρού συνόρου» ανάμεσα στην Δημοκρατία της Ιρλανδίας και την Βόρειας Ιρλανδίας, ώστε να διαφυλαχθούν οι ειρηνευτικές συμφωνίες του 1998. Το 600σέλιδο σχέδιο συμφωνίας προβλέπει ένα backstop- δίκτυ ασφαλείας αντί συνόρου που θα χώριζε το νησί στην μέση.

Προορισμένο να εφαρμοστεί μόνο ως έσχατη λύση, το backstop προβλέπει την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην τελωνειακή ένωση, αλλά και ένα ειδικό ρυθμιστικό πλαίσιο για την Βόρεια Ιρλανδία κατά την διάρκεια μεταβατικής περιόδου, μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις για την μελλοντική εμπορική σχέση ανάμεσα στις δύο πλευρές.

Η συμβιβαστική λύση πλήττει την οικονομική και συνταγματική ακεραιότητα του Ηνωμένου Βασιλείου επιφυλάσσοντας διαφορετική μεταχείριση για την Βόρεια Ιρλανδία και κατά συνέπεια δεν είναι αποδεκτή, προειδοποίησε η Αρλίν Φόστερ, αρχηγός του βορειοϊρλανδικού κόμματος DUP από το οποίο εξαρτάται η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Τερέζα Μέι.