Ο ηγέτης της Βενεζουέλας, Νικολάς Μαδούρο, υποστηρίζει ότι η εντεινόμενη πίεση από τις Ηνωμένες Πολιτείες οφείλεται σε έναν βασικό λόγο: η Ουάσιγκτον θέλει να αρπάξει τα τεράστια αποθέματα πετρελαίου της νοτιοαμερικανικής χώρας. Αυτή την εβδομάδα, ο αμερικανικός στρατός κατέσχεσε ένα δεξαμενόπλοιο που φέρεται να μετέφερε βενεζουελάνικο πετρέλαιο κατά παράβαση των αμερικανικών κυρώσεων και απείλησε με αντίστοιχες ενέργειες και άλλα πλοία. Η κίνηση αυτή ακολούθησε σειρά στρατιωτικών πληγμάτων σε βενεζουελάνικα σκάφη, τα οποία οι ΗΠΑ χαρακτηρίζουν ως πλοία που εμπλέκονται σε διακίνηση ναρκωτικών. Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει καλέσει τον Μαδούρο να εγκαταλείψει την εξουσία, κατηγορώντας τον ότι στέλνει ναρκωτικά και δολοφόνους στις ΗΠΑ.

Παρά τη ρητορική αυτή, τίθεται το ερώτημα: είναι τελικά το πετρέλαιο της Βενεζουέλας αυτό που πραγματικά επιδιώκει ο Τραμπ και αξίζει όντως κάτι τέτοιο; Με περίπου 303 δισεκατομμύρια βαρέλια αποδεδειγμένων αποθεμάτων, η Βενεζουέλα διαθέτει τα μεγαλύτερα πετρελαϊκά αποθέματα παγκοσμίως. Ωστόσο, η πραγματική παραγωγή της χώρας έχει μειωθεί δραματικά από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, καθώς ο Ούγκο Τσάβες και στη συνέχεια η κυβέρνηση Μαδούρο ενίσχυσαν τον έλεγχο στην κρατική εταιρεία PDVSA, οδηγώντας σε μαζική έξοδο έμπειρου προσωπικού. Παρά το γεγονός ότι ορισμένες δυτικές εταιρείες, όπως η αμερικανική Chevron, συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται στη χώρα, οι επιχειρήσεις τους έχουν περιοριστεί σημαντικά λόγω των κυρώσεων, οι οποίες στοχεύουν να περιορίσουν την πρόσβαση του Μαδούρο σε μια κρίσιμη οικονομική «σανίδα σωτηρίας». Οι κυρώσεις, που επιβλήθηκαν αρχικά το 2015 από την κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έχουν αφήσει τη χώρα αποκομμένη από επενδύσεις και αναγκαία εξαρτήματα.

Νίκολας Μαδούρο

Το μεγαλύτερο πρόβλημα, όπως επισημαίνει ο Κάλουμ ΜακΦέρσον, επικεφαλής εμπορευμάτων στην Investec, είναι οι ελλείψεις στις υποδομές. Τον Νοέμβριο, η Βενεζουέλα παρήγαγε περίπου 860.000 βαρέλια ημερησίως, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της International Energy Agency. Η παραγωγή αυτή αποτελεί μόλις το ένα τρίτο των επιπέδων πριν από δέκα χρόνια και λιγότερο από το 1% της παγκόσμιας κατανάλωσης πετρελαίου, όπως αναφέρει το BBC.

«H Βενεζουέλα, για τις αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες, θα είναι μια χρυσή ευκαιρία»

Στις ΗΠΑ, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι μια πιθανή επέμβαση στη Βενεζουέλα θα μπορούσε να προσφέρει μεγάλες ευκαιρίες για τις αμερικανικές επιχειρήσεις να αναζωογονήσουν τον πετρελαϊκό κλάδο της χώρας. Η Ρεπουμπλικανή βουλευτής της Φλόριντα, Μαρία Ελβίρα Σαλαζάρ, δήλωσε σε συνέντευξή της στο Fox Business ότι «η Βενεζουέλα, για τις αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες, θα είναι μια χρυσή ευκαιρία», προσθέτοντας ότι οι εταιρείες των ΗΠΑ μπορούν να επισκευάσουν αγωγούς, εξέδρες και ολόκληρες τις υποδομές πετρελαίου. Ο Τραμπ έχει εμφανιστεί δεκτικός σε τέτοιες απόψεις, έχοντας χτίσει μέρος της πολιτικής του καμπάνιας στο σύνθημα «drill, baby, drill» και ζητώντας γενικά την αύξηση της παραγωγής πετρελαίου, την οποία συνδέει με χαμηλότερες τιμές για τους Αμερικανούς. Ωστόσο, ο Λευκός Οίκος υποστηρίζει ότι οι επιχειρήσεις στην περιοχή αφορούν τη διακίνηση ναρκωτικών και τη «μη νομιμότητα» του Μαδούρο.

Η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Καρολάιν Λέβιτ, ανέφερε πως η κυβέρνηση επικεντρώνεται «σε πολλά πράγματα», τονίζοντας ότι η διακοπή της ροής παράνομων ναρκωτικών προς τις ΗΠΑ αποτελεί την «πρώτη προτεραιότητα». Ο Κλέιτον Σίγκλε, ανώτερος αναλυτής ενεργειακής ασφάλειας στο Center for Strategic and International Studies, δηλώνει ότι λαμβάνει αυτές τις τοποθετήσεις «κυρίως ως έχουν», επισημαίνοντας το ιδιαίτερο ενδιαφέρον παραγόντων όπως ο υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο. «Δεν έχω δει αποδεικτικά στοιχεία ότι το πετρέλαιο βρίσκεται στο επίκεντρο των φιλοδοξιών τους», σημειώνει.

Κοστίζει λιγότερο και αποφέρει υψηλότερα περιθώρια κέρδους

Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι οι αμερικανικές εταιρείες δεν θα είχαν συμφέροντα στη Βενεζουέλα. Σήμερα, η Chevron είναι η μοναδική αμερικανική πετρελαϊκή εταιρεία που δραστηριοποιείται ακόμη στη χώρα, έχοντας λάβει άδεια το 2022 από την κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν. Η κυβέρνηση Τραμπ ανανέωσε τη σχετική άδεια φέτος, αν και ανακάλεσε εξαιρέσεις για άλλες εταιρείες, όπως η ισπανική Repsol, προκειμένου να περιοριστεί η ροή χρημάτων προς το καθεστώς Μαδούρο. Η Chevron παράγει περίπου το ένα πέμπτο της συνολικής παραγωγής της χώρας και θεωρείται ότι θα μπορούσε να ωφεληθεί σημαντικά σε περίπτωση άρσης των περιορισμών. Τα διυλιστήρια των ΗΠΑ, ειδικά αυτά στον Κόλπο του Μεξικού, ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το «βαρύ» είδος αργού που παράγει η Βενεζουέλα, το οποίο κοστίζει λιγότερο και αποφέρει υψηλότερα περιθώρια κέρδους. Όπως αναφέρει ο αναλυτής της Kpler, Ματ Σμιθ, τα διυλιστήρια αυτά θα ήταν από τους πιο πρόθυμους αγοραστές.

Παρά τα πιθανά οφέλη, η αύξηση των εξαγωγών πετρελαίου από τη Βενεζουέλα θα χρειαζόταν χρόνο για να επηρεάσει τις τιμές στις ΗΠΑ, ενώ η αποκατάσταση της βιομηχανίας της χώρας θα απαιτούσε τεράστιες επενδύσεις. Σύμφωνα με τη Wood Mackenzie, καλύτερη διαχείριση και περιορισμένες επενδύσεις θα μπορούσαν να αυξήσουν την παραγωγή στα δύο εκατομμύρια βαρέλια εντός δύο ετών. Ωστόσο, για μεγαλύτερη αύξηση θα χρειάζονταν δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια και ίσως μία δεκαετία. Αναλυτές τονίζουν ότι πιθανοί επενδυτές μπορεί να αποθαρρυνθούν από παράγοντες όπως η συμμετοχή της χώρας στον Οργανισμό Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών (OPEC), ενώ ο Ντέιβιντ Όξλεϊ, επικεφαλής οικονομολόγος κλίματος και εμπορευμάτων της Capital Economics, επισημαίνει ότι η ζήτηση για πετρέλαιο δεν αυξάνεται πλέον όπως παλαιότερα και αναμένεται να υποχωρήσει στα τέλη της δεκαετίας του 2030. Αυτό καθιστά μια επένδυση στη βενεζουελάνικη βιομηχανία ακόμα πιο αβέβαιη.

Ακόμα και αν ο Μαδούρο απομακρυνόταν από την εξουσία ή οι ΗΠΑ ήραν τους περιορισμούς, δεν είναι σαφές πόσο πρόθυμες θα ήταν οι εταιρείες να δεσμευτούν για τις τεράστιες επενδύσεις χρόνου και κεφαλαίου που απαιτούνται για την επαναφορά της παραγωγής της Βενεζουέλας. Όπως επισημαίνει ο Όξλεϊ, «θα χρειάζονταν πολλές και μεγάλες επενδύσεις, σίγουρα δισεκατομμύρια», τονίζοντας ότι το σύνθημα «drill, baby, drill» έχει λογική μόνο εφόσον οι επιχειρήσεις θεωρούν την επένδυση κερδοφόρα.