Η σαρωτική επικράτηση του Τουφάν Ερχιουρμάν στις χθεσινές «εκλογές» που διεξήχθησαν στο κατεχόμενο έδαφος της Κύπρου, με ποσοστό 62,76% έναντι του 35,81% που έλαβε ο υποστηριζόμενος από την Άγκυρα απερχόμενος «πρόεδρος», Ερσίν Τατάρ, φάνηκε αρχικά σαν ένα ηχηρό μήνυμα πολιτικής ανατροπής και αποστασιοποίησης των Τουρκοκυπρίων από τον δρόμο των «δύο κρατών». Με συμμετοχή που άγγιξε το 65%, η ψήφος παρουσιάστηκε -ιδίως από τη Λευκωσία και ευρωπαϊκές πρωτεύουσες- ως μια ευκαιρία επιστροφής στις διαπραγματεύσεις στη βάση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Κι όμως, πίσω από την εντυπωσιακή αριθμητική διαφορά και τις πρώτες δηλώσεις ενότητας του νέου ηγέτη, αναδύεται και μια σειρά από ερωτήματα που αφορούν τις πραγματικές προθέσεις τόσο της τουρκοκυπριακής πλευράς όσο και της Άγκυρας.

Ο Τουφάν Ερχιουρμάν δεν είναι πολιτικός που εμφανίζεται για πρώτη φορά στο προσκήνιο. Γεννημένος το 1970, νομικός, πανεπιστημιακός και πρώην «πρωθυπουργός» του ψευδοκράτους, υπήρξε από νωρίς υποστηρικτής της θεσμικής διαφάνειας και εμπλέκεται για χρόνια σε διαδικασίες που σχετίζονται με ζητήματα συνταγματικών και διοικητικών μεταρρυθμίσεων. Το πολιτικό του ταξίδι, από την εμπλοκή του στην ομάδα διαπραγμάτευσης του Κυπριακού την περίοδο 2008-2010 μέχρι τη θητεία του στην πρωθυπουργία μεταξύ 2018 και 2019, τον κατατάσσει στο μέτωπο των μετριοπαθών πολιτικών δυνάμεων της τουρκοκυπριακής κοινότητας, ευθυγραμμισμένων με την προοπτική μιας ομοσπονδιακής λύσης.

Ωστόσο, το εκλογικό αποτέλεσμα δεν αποτυπώνει μόνο μία επιλογή πολιτικής κατεύθυνσης, αλλά και μια βαθιά ενδοτουρκοκυπριακή δυσαρέσκεια απέναντι στην απόλυτη εξάρτηση από την Άγκυρα που χαρακτήρισε την πενταετία Τατάρ. Η επιβολή της γραμμής των «δύο κρατών», η αυξανόμενη παρουσία εποίκων, οι παρεμβάσεις στα σχολεία και η ενίσχυση του θρησκευτικού στοιχείου στον δημόσιο χώρο δημιούργησαν ένα αίσθημα πολιτικής και πολιτισμικής ασφυξίας. Σε αυτή την έννοια, η ψήφος υπέρ του Ερχιουρμάν εκφράζει και μια ανάγκη «ανάκτησης της αξιοπρέπειας» και του κοσμικού χαρακτήρα της τουρκοκυπριακής κοινωνίας.

Κι όμως, η ανάγνωση του αποτελέσματος ως σαφούς ρήξης με την Άγκυρα, όπως αναφέρουν κάποιοι πολιτικοί αναλυτές, ίσως είναι πρόωρη. Στην πρώτη του εμφάνιση ενώπιον υποστηρικτών του στο πάρκο Κιζιλμπάς, ο Ερχιουρμάν μίλησε για «νίκη όλων» και «αδελφοσύνη όλων των πολιτών, ανεξάρτητα από το πού γεννήθηκαν οι ίδιοι ή οι γονείς τους». Μια φαινομενικά ενωτική δήλωση, που ωστόσο ερμηνεύεται ως αποδοχή των εποίκων ως τμήματος του εκλογικού σώματος του κατοχικού μορφώματος. Πρόκειται για μία θέση με σοβαρές προεκτάσεις, καθώς η δημογραφική αλλοίωση αποτελεί ζήτημα-κλειδί στο πλαίσιο μιας μελλοντικής διαπραγμάτευσης, δεδομένου ότι ο εποικισμός θεωρείται διεθνώς έγκλημα πολέμου.

Τουφάν Ερχιουρμάν

Περαιτέρω, ενώ θεωρείται παραδοσιακά υποστηρικτής της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, στην πρώτη του δήλωση μετά τη νίκη απέφυγε να τοποθετηθεί καθαρά για τη μορφή λύσης, επιλέγοντας να δηλώσει ότι «σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής θα ενεργεί σε συνεννόηση με την Τουρκία», όπως, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, συνέβαινε διαχρονικά με όλους τους προηγούμενους. Μία αναφορά που αφενός καθησυχάζει την Άγκυρα, αφετέρου υπενθυμίζει ότι το ψευδοκράτος εξακολουθεί να λειτουργεί υπό καθεστώς απόλυτης εξάρτησης από την Τουρκία, περιορίζοντας δραστικά τα περιθώρια αυτόνομης διαπραγμάτευσης.

Η στάση της Άγκυρας την ίδια ώρα αποπνέει μια αρχική αμηχανία, είναι η αλήθεια. Ο πρόεδρος της γείτονος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έσπευσε να συγχαρεί τον νέο Τουρκοκύπριο ηγέτη, μιλώντας για «ωφέλεια μεταξύ των δύο χωρών στην περιοχή μας» (σ.σ. θυμίζουμε ότι η Τουρκία είναι η μόνη χώρα που έχει αναγνωρίσει τα Κατεχόμενα ως ξεχωριστό κράτος), επιμένοντας ωστόσο ότι η Τουρκία θα συνεχίσει να «υπερασπίζεται τα κυριαρχικά δικαιώματα» του ψευδοκράτους. Ο Τούρκος πρόεδρος έδειξε ότι, παρά τη συντριπτική ήττα του εκλεκτού του Τατάρ, δεν επιθυμεί να ανοίξει μέτωπο με την τουρκοκυπριακή κοινωνία στην παρούσα φάση. Την ίδια ώρα, η εμπρηστική παρέμβαση του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, επικεφαλής του εθνικιστικού MHP, ο οποίος ζήτησε την ακύρωση των εκλογών και την άμεση ένταξη των Κατεχομένων στην Τουρκία, καταδεικνύει πως στο εσωτερικό του τουρκικού πολιτικού συστήματος συνυπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις. Το μετριοπαθές προφίλ του Ερχιουρμάν μπορεί να αξιοποιηθεί ως διπλωματικό «άλλοθι» από την Άγκυρα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει εγκατάλειψη της γραμμής των «δύο κρατών».

Από την πλευρά της Λευκωσίας, οι πρώτες αντιδράσεις ήταν συγκρατημένα θετικές. Ο πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης εξέφρασε ετοιμότητα για συνάντηση «το συντομότερο δυνατόν», ενώ η Πρόεδρος της Βουλής, Αννίτα Δημητρίου, μίλησε για «απόρριψη της λύσης των δύο κρατών». Το ΑΚΕΛ είδε «ελπιδοφόρο μήνυμα υπέρ της λύσης της ομοσπονδίας». Ωστόσο, η ιστορική εμπειρία -από τις εκλογές Ταλάτ το 2005 και Ακιντζί το 2015- υπενθυμίζει ότι οι αλλαγές στην τουρκοκυπριακή ηγεσία δεν αρκούν από μόνες τους για να οδηγήσουν σε ουσιαστική πρόοδο, αν η Άγκυρα δεν επιτρέψει αποτελεσματική διαπραγμάτευση.

Το επόμενο βήμα θα φανεί στο πρώτο ραντεβού του Ερχιουρμάν με τον Ερντογάν στην Άγκυρα, όπου θα κριθεί κατά πόσον η αλλαγή προσώπου συνεπάγεται αλλαγή στρατηγικής. Παράλληλα, η αναμενόμενη επιστροφή της ειδικής απεσταλμένης του ΟΗΕ, Μαρίας Άνχελα Ολγκίν, στα μέσα Νοεμβρίου και η πιθανή σύγκληση μιας νέας άτυπης, διευρυμένης συνάντησης πριν από το τέλος του έτους, θα δοκιμάσουν τη δυνατότητα διαμόρφωσης ελάχιστου κοινού εδάφους για επανεκκίνηση.

Η εκλογή Ερχιουρμάν δημιουργεί οπωσδήποτε ένα παράθυρο ευκαιρίας. Δίνει πιθανώς στην Άγκυρα τη δυνατότητα να «στρογγυλέψει» τις γωνίες διεθνώς, ιδίως σε μια περίοδο που επιδιώκει βελτίωση των σχέσεών της με την Ευρωπαϊκή Ένωση, συμμετοχή σε αμυντικές πρωτοβουλίες και ομαλοποίηση των δεσμών της με τις ΗΠΑ. Το ερώτημα όμως παραμένει: πρόκειται για πραγματική προσπάθεια επαναπροσέγγισης ή για μια ελεγχόμενη ανανέωση προσώπου που προσφέρει χρόνο και διπλωματικό χώρο στην Τουρκία χωρίς ουσιαστική μετατόπιση στάσεων;

Με άλλα λόγια, η ψήφος στα Κατεχόμενα είναι αναμφίβολα ένα μήνυμα. Όμως δεν είναι ακόμη ένα διαβατήριο λύσης. Χρειάζεται ρεαλισμός: ο Ερχιουρμάν εμφανίζεται ενωτικός στο εσωτερικό και καθησυχαστικός προς την Άγκυρα. Η Άγκυρα από την άλλη δέχεται το αποτέλεσμα χωρίς ενθουσιασμό, αλλά και χωρίς ρήξη με τη νέα ηγεσία. Η δε Λευκωσία δείχνει διατεθειμένη να δώσει χώρο στις εξελίξεις. Το κρίσιμο τώρα δεν είναι απλώς και μόνο η αλλαγή προσώπου στην ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας, αλλά το να δούμε εάν η Τουρκία είναι διατεθειμένη να μεταβάλει τη στρατηγική της. Μέχρι τότε, η αισιοδοξία θα πρέπει να υπάρχει με αρκετή φειδώ.