Ο ναός του Καρνάκ στην Αίγυπτο θεωρείται από τα πιο εντυπωσιακά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Βρίσκεται περίπου 300 μίλια νότια του Καΐρου και, ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, προσελκύει κάθε χρόνο εκατομμύρια τουρίστες. Παρότι περιγράφεται ως το σημαντικότερο θρησκευτικό συγκρότημα της αρχαίας Αιγύπτου, η προέλευση του τόπου αποτελούσε επί μακρόν μυστήριο, μέχρι σήμερα.
Οι επιστήμονες του Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον πραγματοποίησαν την πιο ολοκληρωμένη γεωαρχαιολογική έρευνα του ναού του Καρνάκ. Σύμφωνα με τα ευρήματά τους, ο ναός κατασκευάστηκε πριν από περίπου 4.000 χρόνια από μια ομάδα ελίτ, ως τόπος λατρείας του υπέρτατου και ισχυρού θεού Άμμωνα-Ρα. Η θεότητα αυτή, που λατρευόταν σε ολόκληρη την Αίγυπτο, ήταν μια νεοσύστατη συγχώνευση του «αόρατου» θεού του αέρα Άμμωνα και του θεού του ήλιου Ρα, συμβολίζοντας τη δύναμη της δημιουργίας και της ζωής.

Ο επικεφαλής της μελέτης, δρ Μπεν Πένινγκτον, αρχαιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον, χαρακτήρισε τον ναό του Καρνάκ ως «τον σημαντικότερο ναό» της βορειοαφρικανικής χώρας. «Αυτή η νέα έρευνα παρέχει πρωτοφανείς λεπτομέρειες για την εξέλιξη του ναού του Καρνάκ, από ένα μικρό νησί σε έναν από τους καθοριστικούς θεσμούς της αρχαίας Αιγύπτου», δήλωσε. Ο ναός του Καρνάκ αποτελείται από έναν εκτεταμένο συνδυασμό επιμέρους ναών, πυλώνων, παρεκκλησίων και άλλων κτισμάτων, σχηματίζοντας ένα ολόκληρο «σύμπλεγμα». Τα εντυπωσιακά αυτά οικοδομήματα, κατασκευασμένα από ψαμμίτη, ασβεστόλιθο και γρανίτη, εκτείνονται σε μια έκταση 200 στρεμμάτων και είναι «εξαιρετικά καλοδιατηρημένα», σύμφωνα με τον δρ Πένινγκτον.
Αρχαιολογικές έρευνες πραγματοποιούνται στον χώρο εδώ και περίπου 150 χρόνια, όμως η ακριβής ηλικία της πρώιμης κατοίκησης ήταν πάντα αντικείμενο συζήτησης. Για να μάθουν περισσότερα, ο δρ Πένινγκτον και οι συνεργάτες του ανέλυσαν 61 πυρήνες ιζημάτων και δεκάδες χιλιάδες κεραμικά θραύσματα μέσα και γύρω από τον ναό. Αυτό τους επέτρεψε να χαρτογραφήσουν τις αλλαγές του τοπίου γύρω από τον χώρο μέσα στους αιώνες και να συγκεντρώσουν νέα στοιχεία σχετικά με την ηλικία του ναού. Σύμφωνα με την ομάδα, με επικεφαλής τον αρχαιολόγο δρ Άνγκους Γκρέιαμ από το πανεπιστήμιο της Ουψάλα στη Σουηδία, η περιοχή δεν θα ήταν κατάλληλη για μόνιμη κατοίκηση πριν από περίπου το 2520 π.Χ., καθώς θα πλημμύριζε τακτικά από τα ορμητικά νερά του Νείλου.

Αντίθετα, οι ερευνητές εκτιμούν ότι η πρώτη κατοίκηση στο Καρνάκ πιθανότατα συνέβη κατά την Παλαιά Βασιλεία (περ. 2591–2152 π.Χ.), ως αποτέλεσμα της εξέλιξης των καναλιών του ποταμού. Τα κεραμικά θραύσματα που βρέθηκαν στον χώρο επιβεβαιώνουν αυτό το εύρημα, με τα παλαιότερα να χρονολογούνται μεταξύ περίπου 2305 και 1980 π.Χ. Σύμφωνα με τους ειδικούς, τα ευρήματα αυτά λύνουν μια «αμφισβητούμενη» διαμάχη σχετικά με την πρώιμη κατοίκηση και κατασκευή του ναού. «Υπήρχαν δύο κύριες ανταγωνιστικές θεωρίες – η πρώτη ότι ο ναός ίσως χρονολογείται πολύ νωρίς, γύρω στο 3000 π.Χ.», εξήγησε ο δρ Πένινγκτον στην Daily Mail. «Και η δεύτερη, ότι μάλλον κατασκευάστηκε αργότερα, κατά την Πρώτη Ενδιάμεση Περίοδο ή λίγο πριν, γύρω στο 2000 π.Χ. Βρήκαμε ότι η πρώιμη ημερομηνία δεν είναι εφικτή, ενώ η μεταγενέστερη υποστηρίζεται από τα στοιχεία», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο ναός του Καρνάκ βρίσκεται λιγότερο από μισό μίλι (500 μέτρα) ανατολικά του σημερινού ποταμού Νείλου, κοντά στο Λούξορ, στην αρχαία θρησκευτική πρωτεύουσα της Θήβας, απέναντι από την περίφημη Κοιλάδα των Βασιλέων. Οι ερευνητές αναφέρουν ότι η γη πάνω στην οποία θεμελιώθηκε ο ναός σχηματίστηκε όταν τα ποτάμια κανάλια προς τα δυτικά και ανατολικά έκοψαν τις κοίτες τους, δημιουργώντας ένα νησί υπερυψωμένου εδάφους που περιβαλλόταν από νερό. Αυτό το νησί, ελαφρώς υψηλότερο από την υπόλοιπη περιοχή, θεωρείται ότι συνδέθηκε με τη θρησκευτική του σημασία. Αιγυπτιακά κείμενα της Παλαιάς Βασιλείας αναφέρουν ότι ο δημιουργός θεός Άμμων-Ρα εμφανίστηκε ως υψηλή γη που αναδύθηκε από «τη λίμνη».

Κατά τους επόμενους αιώνες και χιλιετίες, τα ποτάμια κανάλια εκατέρωθεν του χώρου απομακρύνθηκαν περαιτέρω, δημιουργώντας περισσότερο χώρο για την ανάπτυξη του συγκροτήματος του ναού. Η νέα μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Antiquity, συνοψίζει την εξέλιξη του Καρνάκ «από ένα μικρό νησί σε έναν από τους καθοριστικούς θεσμούς της αρχαίας Αιγύπτου». «Η δραστηριότητα εκεί δείχνει έναν δεσμό ανάμεσα στο φυσικό περιβάλλον και στις θρησκευτικές, λειτουργικές και κατασκευαστικές πτυχές του ναού», καταλήγουν οι συγγραφείς. «Όπως και σε άλλα μέρη της κοιλάδας του Νείλου, τα φυσικά τοπία του Καρνάκ φαίνεται να συνδέονται στενά με τις πολιτισμικές δυναμικές. Μπορούν να σχετιστούν με τις θρησκευτικές και κοσμογονικές αντιλήψεις των κατοίκων, οι οποίοι προσαρμόστηκαν ευκαιριακά στις αλλαγές του φυσικού τους περιβάλλοντος», τόνισε.
Η ομάδα σχεδιάζει τώρα να πραγματοποιήσει επιπλέον έρευνες σε άλλους σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους της περιοχής, προκειμένου να κατανοήσει καλύτερα τα τοπία και τα υδάτινα συστήματα ολόκληρης της αρχαίας θρησκευτικής πρωτεύουσας της Αιγύπτου.