Κάποτε η πιο περιφρονημένη γυναίκα της Ευρώπης, η Μαρία Αντουανέτα, στιγματίστηκε ως ανόητη ελευθεριάζουσα, συνωμότρια και απερίσκεπτα σπάταλη, ενώ στη συνέχεια εκτελέστηκε δημοσίως. Τώρα, μια μεγάλη έκθεση αμφισβητεί μερικούς από τους μύθους που την περιβάλλουν.

«Όλα τα βλέμματα θα είναι στραμμένα πάνω σου», την προειδοποιούσε η μητέρα της, Μαρία Θηρεσία, Αυτοκράτειρα της Αυστρίας, τον Απρίλιο του 1770, τότε που η 14χρονη Αρχιδούκισσα Μαρία Αντωνία, ετοιμαζόταν να παντρευτεί τον μελλοντικό βασιλιά Λουδοβίκο ΙΣΤ΄ της Γαλλίας στο παλάτι των Βερσαλλιών. Ωστόσο, η κριτική που δέχτηκε η Μαρία Αντουανέτα ήταν πολύ πιο σκληρή από ό,τι αναμενόταν. Κακολογήθηκε ως φιλήδονη, συνωμότρια και σπάταλη, με πολυτελή τρόπο ζωής που φέρεται ότι χρέωσε τη χώρα, κατηγορίες που προκάλεσαν τη Γαλλική Επανάσταση και οδήγησαν σε ένα σπάνιο και συγκλονιστικό θέαμα: τη δημόσια εκτέλεση μιας βασίλισσας.

Η γοητεία μας για τη Μαρία Αντουανέτα δεν έχει μειωθεί, αλλά ολοένα και περισσότερο η ιστορία της τίθεται υπό αμφισβήτηση. Άραγε άξιζε να τη μισούν ή ήταν μια μάρτυρας εγκλωβισμένη σε αντιφατικά συμφέροντα και καταδικασμένη από ψέματα; Για τη δρ Σάρα Γκραντ, επιμελήτρια της έκθεσης Marie Antoinette Style, που ανοίγει στο V&A στις 20 Σεπτεμβρίου, η Μαρία Αντουανέτα είναι «η πιο μοδάτη, σχολιαζόμενη και αμφιλεγόμενη βασίλισσα στην ιστορία». Στο πλαίσιο της 270ής επετείου της γέννησής της, η έκθεση γιορτάζει το στιλ της και διερευνά ορισμένους από τους μύθους γύρω από το πρόσωπό της.

Ένας από αυτούς τους μύθους είναι η φημολογούμενη φράση της «ας φάνε παντεσπάνι», ως ανάρμοστη απάντηση στις σοβαρές ελλείψεις ψωμιού. Ωστόσο, η φράση αποδίδεται σε «μια μεγάλη πριγκίπισσα» στις Εξομολογήσεις του Ρουσσώ, γραμμένες το 1765, όταν η Μαρία Αντουανέτα ήταν 10 ετών και βρισκόταν ακόμη στην Αυστρία, οπότε δεν μπορεί να προέρχεται από εκείνη. Άλλο ψευδές γεγονός είναι η «υπόθεση του διαμαντένιου περιδέραιου» (1785-1786), όπου ένα περιδέραιο με πάνω από 600 διαμάντια παραγγέλθηκε ψευδώς στο όνομα της βασίλισσας, εδραιώνοντας τη φήμη της για υπερβολές, παρόλο που αθωώθηκε στη δίκη. Στην έκθεση παρουσιάζεται ένα αντίγραφο, μαζί με το περιδέραιο Sutherland, που φέρεται να περιέχει λίθους από το πρωτότυπο.

Μαρία Αντουανέτα

Άλλα αντικείμενα αναδεικνύουν την επιρροή της ως trendsetter: πολυτελή έπιπλα από τη Γαλλική Αναγέννηση (1800-1890), που μιμήθηκαν στοιχεία του στιλ της και ροζ δαντελένια παπούτσια από την ταινία της Σόφια Κόπολα Marie Antoinette (2006), σχεδιασμένα από τον Μανόλο Μπλάνικ, ο οποίος ομολογεί στον πρόλογο του καταλόγου ότι παραμένει «γοητευμένος από τα πάντα γύρω της».

Ο πολυτελής τρόπος ζωής της νεαρής βασίλισσας επιδείνωνε τη δυστυχία των πεινασμένων. Εγκλωβισμένη από έναν αδύναμο και μάλλον βαρετό σύζυγο, που ενδιαφερόταν περισσότερο για το κυνήγι παρά για εκείνη και για επτά χρόνια ήταν ιατρικά ανίκανος να ολοκληρώσει τη σχέση τους, η Μαρία Αντουανέτα αναζητούσε διαφυγή σε υπερβολικά πάρτι, τζόγο και μόδα. Τα φαντασμαγορικά φορέματα και τα ψηλά περίτεχνα χτενίσματα ενέπνευσαν αργότερα ποπ σταρ όπως η Μαντόνα και η Ριάνα, καθώς και σχεδιαστές όπως η Βιβιέν Γουέστγουντ, η Ντιόρ και η Μοσκίνο.

«Μαντάμ έλλειμμα»

Το παρατσούκλι «Μαντάμ Έλλειμμα» ήταν, ωστόσο, άδικο. Παρά το γεγονός ότι ξόδευε λιγότερα από τα αδέλφια του βασιλιά και ανήκε απλώς σε μια σειρά σπάταλων Γάλλων μονάρχων, η ξένη βασίλισσα έγινε εύκολος αποδιοπομπαίος τράγος για την οικονομική διαχείριση της Γαλλίας. «Τα έξοδα των πολέμων είναι αυτά που χρεώνουν πραγματικά τη Γαλλία, σίγουρα όχι τα χρήματα που ξοδεύει η Μαρία Αντουανέτα», λέει η Γκραντ στο BBC. «Ο προϋπολογισμός της για τα ρούχα ισοδυναμεί σήμερα με περίπου 1 εκατομμύριο δολάρια, αλλά η Γαλλία ξόδεψε 11,25 δισεκατομμύρια μόνο στον Αμερικανικό Πόλεμο Ανεξαρτησίας».

Ακόμη και η μείωση των δαπανών της δημιουργούσε νέους εχθρούς. «Όταν σταματά να φορά μετάξι, η βιομηχανία μεταξιού αναστατώνεται γιατί απειλείται το εισόδημά τους», λέει η Γκραντ. Και όταν, το 1783, προσπάθησε να προβάλει μια διαφορετική εικόνα με ένα πορτρέτο της φορώντας πιο casual ένδυμα «της εξοχής», αντικαταστάθηκε γρήγορα με κάτι πιο περίτεχνο και επίσημο. «Αναμένεται να δημιουργήσει ένα βασιλικό θέαμα», συνεχίζει η Γκραντ. «Έτσι διατηρείται η εξουσία της μοναρχίας», συμπληρώνει.

Η λαϊκή παράδοση αγνοεί επίσης τη φιλανθρωπία της. Ανακύκλωνε την γκαρνταρόμπα της κάθε χρόνο, μοιράζοντάς τη στο προσωπικό της και υιοθέτησε αρκετά παιδιά, όπως ο Ζαν Αμίλκαρ, από τη Σενεγάλη, τον οποίο απελευθέρωσε από τη δουλεία. Απέρριπτε ακριβά δώρα από τον σύζυγό της και «πρόσφερε γενναιόδωρα σε φιλανθρωπίες», όπως αναφέρει η συγγραφέας Μελανί Μπάροους (née Clegg). Αντί για την «κενοκέφαλη ηλίθια, όπως συχνά την παρουσιάζουν», υποστηρίζει η Μπάροους, ήταν «καλοπροαίρετη, γενναιόδωρη και καλόκαρδη».

Η Μαρία Αντουανέτα βρέθηκε εν μέσω συγκρούσεων, ενώ τη βάρυναν υποψίες, όχι όλες αβάσιμες, ότι μοιραζόταν στρατιωτικά μυστικά με την Αυστρία. Θεωρήθηκε αδιάφορη προς τον γαλλικό λαό, ενώ η προσβλητική ονομασία «L’Autri-chienne» (παιχνίδι λέξεων στα γαλλικά για Αυστριακή και σκύλα) δείχνει την καχυποψία που τροφοδοτούσε τα δημόσια αισθήματα.

Μαρία Αντουανέτα

Σε αντίθεση με τον βασιλιά, μια βασίλισσα δεν είχε επίσημη εξουσία και αναμενόταν να παραμένει στο παρασκήνιο. Ωστόσο, η Μαρία Αντουανέτα θεωρήθηκε υπερβολικά προβεβλημένη και πρόθυμη να χρησιμοποιήσει τη γοητεία της για να εμπλακεί σε πολιτικά ζητήματα, επηρεάζοντας μυστικά υπουργούς και αντιτιθέμενη στις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούσε η χώρα. Οι εχθροί της πίστευαν ότι έπρεπε να εξουδετερωθεί. Κυκλοφορούσαν δυσφημιστικά φυλλάδια, μερικά πορνογραφικά, κατηγορώντας τη για προδοσία, όργια, λεσβιακές σχέσεις, ακόμα και αιμομιξία (ο κόμης Άξελ φον Φέρσεν ήταν ο μόνος γνωστός εραστής της).

Η φημολογία ήταν «καθοδηγούμενη από μισογυνισμό», υποστηρίζει η Γκραντ, προσθέτοντας ότι «πολλοί από τους μύθους που παρέμειναν… εμφανίστηκαν τον 19ο αιώνα όταν τα βιογραφικά της γράφτηκαν από άντρες». Η Μπάροους σημειώνει ότι η βασίλισσα ήταν αρκετά ντροπαλή, σχεδόν ποτέ δεν έπινε, έκανε μόνο «πολύ ήπιο φλερτ» και «μισούσε να εμφανίζεται γυμνή ακόμα και μπροστά στις υπηρέτριές της». Παράλληλα, ο Will Bashor στο Marie Antoinette’s World – Intrigue, Infidelity, and Adultery in Versailles (2020) υποθέτει ότι η χρόνια αιμορραγία της από τη μήτρα προκλήθηκε από σεξουαλικώς μεταδιδόμενη ασθένεια, αλλά αναγνωρίζει ότι υπέστη «συναισθηματική κακοποίηση», ήταν «παραμελημένη», και, αν πράγματι αναζήτησε ευχαρίστηση εκτός γάμου, καταλήγει ότι ήταν «συγχωρητέα».

Στην πραγματικότητα, «ήταν αφοσιωμένη μητέρα», δηλώνει η δρ Λόρα Ο’Μπράιεν, αναπληρώτρια καθηγήτρια Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Northumbria, αναφερόμενη στην «πιο τρυφερή και συναισθηματική σύνδεση» της βασίλισσας με τα παιδιά της, σε αντίθεση με τη δική της ανατροφή. Ήταν η πρώτη Γαλλίδα βασίλισσα που θήλασε και ντυνόταν με τρόπο κατάλληλο για τη γονική μέριμνα και τη ζωή στην εξοχική της κατοικία.

Η διαχρονική γοητεία της συνδέεται και με την τραγική της μοίρα: Με καταγωγή από βασιλική δυναστεία, και νύφη από μικρό σχεδόν παιδί, εγκλωβίστηκε σε μια δύσκολη κατάσταση και τελικά μεταμορφώθηκε σε τραγικό πρόσωπο με λευκό χιτώνα, ξυρισμένα μαλλιά, μεταφερόμενη στο τέλος με άμαξα προς τον θάνατό της. Για τους επαναστάτες, έγινε το σύμβολο όλων όσων η Γαλλία χρειαζόταν να αλλάξει, και η εκτέλεσή της το 1793 προσπάθησε να «καθαρίσει» τη χώρα από τα χειρότερα του Ancien Régime (Παλαιό Καθεστώς).

Δικαιολογημένος ή όχι, ο θάνατός της δεν περιόρισε την επιρροή της. Δημιουργήθηκε τάση για κοντά χτενίσματα «σκαντζόχοιρου» και κόκκινα κολιέ, υπαινισσόμενα την γκιλοτίνα. Μισήθηκε από όσους πίστευαν τις ιστορίες γύρω από το όνομά της, αλλά ταυτόχρονα έγινε αντικείμενο θαυμασμού ευρέως και διαχρονικά. «Για μένα, αυτή η έκθεση είναι ένα ακόμα όνειρο που πραγματοποιείται», σχολίασε ο Μπλάνικ σε πρόσφατη συνέντευξη.