Αντιμέτωπος με μία από τις σοβαρότερες κρίσεις του βρίσκεται ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, κάτι που μπορεί να έχει άμεσες συνέπειες για την Κύπρο. Προ ημερών, ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, ανακοίνωσε περικοπές ύψους 700 εκατομμυρίων δολαρίων στον προϋπολογισμό του Οργανισμού, σε μία προσπάθεια να διαχειριστεί τη δραστική μείωση της αμερικανικής συνεισφοράς. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, που καλύπτουν το 22% των συνολικών εσόδων του ΟΗΕ, αποτελούν τον βασικότερο χρηματοδότη του. Με την κυβέρνηση Τραμπ να έχει ήδη παγώσει τη χρηματοδότηση και να αποσύρει τη χώρα από διεθνείς οργανισμούς, ο ΟΗΕ μπαίνει σε μία περίοδο συρρίκνωσης που αγγίζει εκ των πραγμάτων και τις ειρηνευτικές του αποστολές.
Το νέο πρόγραμμα περικοπών προβλέπει μείωση των δαπανών κατά 20% και περιορισμό του προσωπικού σε όλες τις υπηρεσίες. Αυτό σημαίνει ότι περίπου 3.000 άνθρωποι που εργάζονται στον Οργανισμό θα χάσουν τη δουλειά τους, ενώ ο προϋπολογισμός θα πέσει στα 3,7 δισ. δολάρια, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2018. Η κατάσταση θυμίζει έντονα την περίοδο της πρώτης αμερικανικής προεδρίας Τραμπ, όταν αρκετές ειρηνευτικές αποστολές επίσης καταργήθηκαν, ενώ η παρουσία της UNFICYP στην Κύπρο βρισκόταν διαρκώς υπό αμφισβήτηση.
Θυμίζουμε ότι η UNFICYP είναι η Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο (United Nations Peacekeeping Force in Cyprus) που ιδρύθηκε το 1964 με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, μετά από τις διακοινοτικές συγκρούσεις ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Στόχος της ήταν να αποκαταστήσει την τάξη και να αποτρέψει την επανάληψη βίαιων επεισοδίων. Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, η αποστολή της άλλαξε και τώρα επιτηρεί την Πράσινη Γραμμή (σ.σ. τη γραμμή κατάπαυσης του πυρός), που χωρίζει το ελεύθερο νότιο τμήμα της Κύπρου από τα κατεχόμενα στο βορρά, τη Νεκρή Ζώνη (μία λωρίδα γης μήκους περίπου 180 χιλιομέτρων που χωρίζει τις δύο πλευρές) και έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει σε περιστατικά για να αποτρέψει την κλιμάκωση εντάσεων. Σήμερα υπηρετούν σε αυτή στρατιωτικοί, αστυνομικοί και πολιτικοί υπάλληλοι από διάφορες χώρες.
Η UNFICYP λειτουργεί στη Μεγαλόνησο ήδη με περιορισμένους πόρους. Σύμφωνα με πληροφορίες από το γραφείο του ΟΗΕ στη Λευκωσία, ο προϋπολογισμός έχει μειωθεί στο 26% του κανονικού και η αποστολή δυσκολεύεται ακόμη και να καλύψει βασικά λειτουργικά έξοδα, όπως η πληρωμή λογαριασμών ρεύματος και νερού. Το δε προσωπικό αποδεκατίζεται: από τα 20 άτομα που στελεχώνουν το γραφείο του ειδικού συμβούλου, τα επτά αποχωρούν ή απολύονται, ποσοστό που ξεπερνά το 30%.
Τα έξοδα της ειρηνευτικής δύναμης στην Κύπρο ανέρχονται σε περίπου 55 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο, με την Ελλάδα και την Κύπρο να καλύπτουν το 45% του ποσού. Όμως, χωρίς τη στήριξη του ΟΗΕ, η αποστολή δεν μπορεί να συνεχιστεί. Αν ο προϋπολογισμός συνεχίσει να συρρικνώνεται, η Κύπρος κινδυνεύει να μείνει εκτεθειμένη.
Η προειδοποίηση του απερχόμενου επικεφαλής της ειρηνευτικής δύναμης, Κόλιν Στιούαρτ, αποτυπώνει με τον πιο καθαρό τρόπο τον κίνδυνο: «Χωρίς ειρηνευτική δύναμη στην Κύπρο θα υπάρξει σύγκρουση». Όπως τόνισε σε συνέντευξή του στις αρχές Αυγούστου, δεκάδες μικροεπεισόδια σημειώνονται καθημερινά στη νεκρή ζώνη. Χάρη στην παρουσία των κυανόκρανων, τα περιστατικά αυτά ελέγχονται και δεν οδηγούν σε κλιμάκωση. Αν όμως η UNFICYP αποχωρήσει, κάθε πλευρά θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί το κενό, γεγονός που θα μπορούσε να προκαλέσει άμεση αναζωπύρωση της έντασης.

Την ίδια ώρα, η Τουρκία κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Σύμφωνα με τον τουρκικό Τύπο, η Άγκυρα σχεδιάζει να αυξήσει δραματικά τη στρατιωτική της δύναμη στα κατεχόμενα εδάφη της νήσου, ξεπερνώντας τους 100.000 οπλίτες. Η αναβάθμιση αυτή δεν περιορίζεται όμως μονάχα στον αριθμό των ανδρών που θα στελεχώνουν τη δύναμη κατοχής: προβλέπεται επίσης η δημιουργία νέων στρατιωτικών βάσεων, η αναβάθμιση της διοίκησης με επικεφαλής πλέον αντιστράτηγο, αλλά και η ενίσχυση με μονάδες αεροπορίας, ναυτικού και ηλεκτρονικού πολέμου.
Σύμφωνα με τουρκικές πηγές, ο σχεδιασμός αυτός έρχεται ως απάντηση στη στρατιωτική συνεργασία της Κυπριακής Δημοκρατίας με χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία, το Ισραήλ και η Βρετανία, που έχουν ενισχύσει την παρουσία τους στην περιοχή και έχουν κατασκευάσει νέες βάσεις. Ωστόσο, για τη Λευκωσία και την Αθήνα, η τουρκική κίνηση δεν είναι αμυντική, αλλά αποτελεί στρατηγική επιλογή ενίσχυσης της κατοχής και μετατροπής των βορείων εδαφών της Κύπρου σε σημαίνουσα περιφερειακή στρατιωτική δύναμη.
Το δίλημμα είναι πλέον σαφές: ο ΟΗΕ περιορίζει τη δράση του εξαιτίας των περικοπών, την ώρα που στο νησί ενισχύεται η απειλή μιας στρατιωτικής κλιμάκωσης. Αν η UNFICYP αποδυναμωθεί, δεν θα πρόκειται απλώς για μία λογιστική περικοπή. Θα είναι μία κίνηση με άμεσο αντίκτυπο στην ασφάλεια της Κύπρου και, κατ’ επέκταση, στη σταθερότητα της Ανατολικής Μεσογείου.