«Ποιο είναι το νόημα της απαγόρευσης του καπνίσματος στους δημόσιους χώρους; Αποτελεί μήπως έναν υπερβολικό περιορισμό της ελευθερίας που επιβάλλει η (όποια) κυβέρνηση σε μια ομάδα πολιτών;

Αν αναλύσουμε την υπόθεση με λογική η απάντηση είναι απλή. Το παθητικό κάπνισμα είναι επιστημονικά αναγνωρισμένο (βλέπε π.χ. τα συμπεράσματα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης), ότι βλάπτει σοβαρά την υγεία όσων το υφίστανται. Η βασική αρχή που αφορά την ανθρώπινη ελευθερία συνομολογεί ότι η ελευθερία του ενός σταματά εκεί όπου αρχίζει να παραβιάζεται η ελευθερία των υπολοίπων. Το δικαίωμα ενός πολίτη να μην βλάπτεται η υγεία του είναι ισχυρότερο από το δικαίωμα ενός πολίτη να απολαμβάνει μια εθιστική απόλαυση όπως είναι το κάπνισμα. Όταν τα δύο δικαιώματα συγκρούονται επικρατεί το ισχυρότερο.

Υπάρχει περίπτωση να υπηρετηθούν και τα δύο δικαιώματα στο πλαίσιο ενός συμβιβασμού; Σε σχέση με τους καπνιστές και τους μη καπνιστές πελάτες των καταστημάτων αυτό θα ήταν ενδεχομένως δυνατό, σε σχέση όμως με τους εργαζομένους στα καταστήματα (οι οποίοι είναι και οι βαρύτερα παθητικοί καπνιστές), αυτό είναι ουσιαστικά σχεδόν αδύνατο.

Ο καρκίνος και οι καρδιοπάθειες, η πιθανότητα των οποίων αυξάνεται σοβαρά με το ενεργητικό κάπνισμα, αποτελούν ένα κίνδυνο που οι καπνιστές έχουν δικαίωμα να αναλαμβάνουν. Δεν μπορούν όμως να τον επιβάλουν στους εργαζομένους που τους εξυπηρετούν. Ούτε εκείνοι έχουν πλήρη ελευθερία επιλογής (η απόφαση «να μείνω άνεργος αν ο εργοδότης αποφασίσει να το κάνει καπνιζόντων», δεν είναι απόφαση με πολλούς βαθμούς ελευθερίας).

Ακόμα όμως και αν θεωρούσαμε ότι ένας συμβιβασμός είναι με κάποιον τρόπο εφικτός, ακόμα και αν αγνοούσαμε τις αρνητικές κοινωνικές συνέπειες του καπνίσματος (μικρότερη μέση διάρκεια ζωής, σοβαρή επιβάρυνση οικογενειών σε περίπτωση ανίατων ασθενειών καπνιστών κ.λπ.), αυτό δεν δικαιολογεί την πρόσκληση για παραβίαση του νόμου από την πλευρά των συνδικαλιστικών οργάνων των καταστηματαρχών. Είναι σαφές ότι πρόκειται για ένα νόμο όχι εύκολο στην εφαρμογή, όμως είναι ένας νόμος που έχει νόμιμα ψηφιστεί και έχει το σπάνιο προνόμιο να είναι αποδεκτός από την πλειοψηφία της κοινής γνώμης.

Αν ούτε για έναν τέτοιο νόμο, που έχει κοινωνική αποδοχή και ισχυρά κοινωνικά πλεονεκτήματα, δεν μπορεί να γίνει γενικά αποδεκτό το αυτονόητο, που ισχύει σε κάθε δημοκρατία που στοιχειωδώς λειτουργεί, ότι δηλαδή ο νόμος ισχύει μέχρι να αλλάξει, τότε τι ελπίδα έχουμε να συνεννοηθούμε στα πιο δύσκολα και επώδυνα που βρίσκονται μπροστά μας;

Κι αν το επιχείρημα είναι ότι η δημοκρατία μας απέτυχε και δεν λειτουργεί ούτως ή άλλως αποτελεσματικά, τότε πως θα την αλλάξουμε; Κάνοντας την παρανομία καθεστώς και την παραβίαση της δικαίωμα; Τι μέλλον έχει μια τέτοια κοινωνία;».