Σε καταλύτη για την αναδιαμόρφωση της πολιτικής σκηνής στην Ελλάδα και την ανακατανομή του πολιτικού χάρτη αναδεικνύεται η Συμφωνία των Πρεσπών, η συζήτηση της οποίας ολοκληρώνεται σήμερα στην ολομέλεια της Βουλής με ονομαστική ψηφοφορία αργά τη νύχτα.

Η περίοδος που διανύουμε έχει τα χαρακτηριστικά της ίδιας ρευστότητας και μετάβασης σε νέα εποχή, που καταγράφονταν και την εποχή των μνημονίων. Το δίπολο μνημονιακών και αντιμνημονιακών κομμάτων, που αποτέλεσε και τη βάση της κυβερνητικής συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, εξελίσσεται στον διαχωρισμό προοδευτικού και συντηρητικού χώρου, με διαφοροποιό στοιχείο τη Συμφωνία των Πρεσπών και την αναγνώριση της πΓΔΜ με την ονομασία Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας.

Ο διαχωρισμός αυτός καλλιεργείται και αναδεικνύεται εμφατικά από την κυβερνητική πλευρά, που διεκδικεί το μονοπώλιο της εκπροσώπησης του προοδευτικού πόλου. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση αξιοποιεί την ευκαιρία για να πετάξει το μπαλάκι στα κόμματα της κεντροαριστεράς, προκαλώντας, όπως φαίνεται και εκ του αποτελέσματος, ένα πολύ γερό «ξεκαθάρισμα» στο τοπίο. Οι κλυδωνισμοί σε Ανεξάρτητους Έλληνες, Ποτάμι και Κίνημα Αλλαγής το επιβεβαιώνουν.

Με την Ελλάδα να περνά στη μετά μνημονίων εποχή- είτε πιστεύει κανείς πως αυτό γίνεται μόνο στα χαρτιά, είτε θεωρεί πως είναι μία υπαρκτή νέα πραγματικότητα-, το μείζον ζήτημα, που διαμόρφωσε τον πολιτικό χάρτη τα προηγούμενα χρόνια και «μοίρασε» τα κομματικά μέτωπα, εκλείπει. Με αυτό το δεδομένο, σβήνουν και οι πολιτικές ανάγκες, που η παρουσία του γέννησε. Όπως η ανάδειξη των λεγόμενων μικρών κομμάτων, αυτών που κινήθηκαν πέριξ του ορίου εισόδου στη Βουλή, ή γνώρισαν ανθηρές εποχές αλλά τώρα κινούνται γύρω ή και κάτω από το 3%. Έτσι, με το δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο να περνά στην ιστορία και τον ΣΥΡΙΖΑ να εκπέμπει ουσιαστικά το μήνυμα «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας», η Συμφωνία των Πρεσπών γίνεται το όχημα του νέου πολιτικού διαμοιρασμού. «Εμείς» και «οι άλλοι». Ενδιάμεσοι δεν υπάρχουν.

Για την Ελλάδα αυτό το σκηνικό δεν είναι άγνωστο, καθώς η συμπεριφορά των ψηφοφόρων ανέδειξε και στήριξε επί μακρόν τον δικομματισμό και έβγαλε Βουλή με λίγα κόμματα. Έπειτα όμως από χρόνια πολυκομματικού Κοινοβουλίου, και με αιχμή αυτή τη φορά το θέμα της πΓΔΜ, η χώρα φαίνεται να επιστρέφει σε προ 2009 εποχές, και να μην αφήνει πολλά περιθώρια ανάδειξης και κυρίως επιβίωσης μικρών κομμάτων.

Την ισορροπία αυτή, που είναι υπό διαμόρφωση αλλά φαίνεται σταδιακά να σταθεροποιείται, καταγράφουν και οι τελευταίες δημοσκοπήσεις. Η πρόσφατη μέτρηση της Marc για το «Πρώτο Θέμα» δείχνει πεντακομματική Βουλή, αφήνοντας εκτός κοινοβουλευτικά μέχρι σήμερα κόμματα, τους Ανεξάρτητους Έλληνες, το Ποτάμι και την Ένωση Κεντρώων. Αποτυπώνοντας έτσι μία μεγάλη κοινοβουλευτική αλλαγή από την εκπροσώπηση οκτώ κομμάτων, που είχε προκύψει από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015. Και μια πολύ ξεκάθαρη ένδειξη των μεγάλων ρήξεων και μετακινήσεων, που έχουν καταγραφεί το τελευταίο διάστημα στο ελληνικό πολιτικό τοπίο.

Όπως αφανίστηκε ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός του Γιώργου Καρατζαφέρη, μετά τη συμμετοχή του στην τρικομματική κυβέρνηση, την εποχή που το διακύβευμα ήταν η μνημονιακή πολιτική, άλλα κόμματα που πήραν τη μία ήταν την άλλη θέση βλέπουν σήμερα τη Συμφωνία των Πρεσπών να τα στέλνει στον δυσάρεστο δρόμο της «αποψίλωσης».

Είναι χαρακτηριστικό πως οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, από κόμμα με δυναμική και κυβερνητικός εταίρος, βρέθηκαν, λόγω της Συμφωνίας, στο όριο της κοινοβουλευτικής επιβίωσης. Ο Πάνος Καμμένος, από στενός συνεργάτης του Αλέξη Τσίπρα περνά, πλέον στο αντάρτικο και προαναγγέλλει συμμαχίες με εκείνους που πιστεύει ότι ταιριάζουν πολιτικά. Μεταξύ αυτών είναι η Ένωση Κεντρώων, «επειδή έχει κρατήσει σταθερή θέση στην ονομασία των Σκοπίων», όπως τόνισε ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ- επιβεβαιώνοντας ποια είναι η νέα «διαχωριστική γραμμή» που τέμνει και αναδιατάσσει τον πολιτικό χάρτη.

Τα πράγματα δεν είναι πάντως εύκολα ούτε για τον Βασίλη Λεβέντη. Η πανηγυρική είσοδος της Ένωσης Κεντρώων στη Βουλή τον Σεπτέμβριο του 2015, με ποσοστό 3,44% και 9 έδρες, ήταν τεράστια δικαίωση για τον πρόεδρό της. Σήμερα η Ένωση έχει καταλήξει στην οριακή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των πέντε βουλευτών.

Κι αν τα δύο παραπάνω κόμματα κλυδωνίστηκαν αλλά επιβίωσαν κοινοβουλευτικά, δεν είχε την ίδια κατάληξη το Ποτάμι, που δεν σταμάτησε να φυλλορροεί. Από τους έντεκα βουλευτές των τελευταίων εκλογών, το Ποτάμι βρέθηκε έρμαιο της πολιτικής δίνης που προκάλεσε η Συμφωνία των Πρεσπών. Με τη διαγραφή του Σπύρου Δανέλλη και την ανεξαρτητοποίηση του Γιώργου Αμυρά και ακολούθως και του Γρηγόρη Ψαριανού, πριν λίγες μέρες, το Ποτάμι βρέθηκε χωρίς τον απαραίτητο αριθμό βουλευτών ώστε να συγκροτεί Κοινοβουλευτική Ομάδα.

Ραγδαίες ήταν οι εξελίξεις και στο φιλόδοξο Κίνημα Αλλαγής, που, ως βασικός εκπρόσωπος της κεντροαριστεράς πλήττεται περισσότερο τόσο από την επιχείρηση διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ προς το κέντρο όσο και από το νέο δίλημμα «προοδευτισμός ή συντηρητισμός». Με τον ΣΥΡΙΖΑ να διεκδικεί κατ’ αποκλειστικότητα τον πρώτο χαρακτηρισμό, ρίχνοντας στη Νέα Δημοκρατία τον δεύτερο, δεν απομένει ούτε τρίτη πολιτική «ταμπέλα» ούτε χώρος για ένα άλλο κεντροαριστερό προοδευτικό κόμμα.

Η Συμφωνία των Πρεσπών λειτούργησε και στην περίπτωση του Κινήματος Αλλαγής ως όχημα κατακερματισμού. Όσο η Δημοκρατική Αριστερά έδειχνε να κλίνει θετικά, η διάσταση με την πλευρά της Φώφης Γεννηματά, που είχε μιλήσει ξεκάθαρα για καταψήφιση, γινόταν όλο και πιο εμφανής. Η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής απέρριψε αρχικά την κομματική πειθαρχία, όμως βλέποντας το κλίμα που διαμορφωνόταν πρόσθεσε ένα «αλλά». «Δεν υπάρχει θέμα πειθαρχίας, αλλά προφανώς θα υπάρχουν συνέπειες» είπε σε τηλεοπτική συνέντευξή της. Η συνέπεια ήταν η διαγραφή για τον επικεφαλής της ΔΗΜΑΡ Θανάση Θεοχαρόπουλο, ο οποίος, ακολουθώντας και την εισήγηση της Εκτελεστικής Επιτροπής του κόμματος, πρότεινε στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής της ΔΗΜΑΡ την υπερψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών, πρόταση που έγινε αποδεκτή. Ακολούθησε η απόφαση της Φώφης Γεννηματά να τον θέσει εκτός Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΙΝΑΛ, συγκαλώντας παράλληλα έκτακτο πολιτικό και καταστατικό συνέδριο. Ο κ. Θεοχαρόπουλος αποχώρησε καταγγέλλοντας απόπειρα συνδιαλλαγής με «ανταλλαγή» της αρνητικής ψήφου στη Συμφωνία των Πρεσπών και της πρώτης θέσης στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας. Στη συνέχεια η ΔΗΜΑΡ αποχώρησε από το Κίνημα Αλλαγής, τονίζοντας πως η επιδίωξή της να δώσει τις επόμενες πολιτικές μάχες μέσα από το ΚΙΝΑΛ ακυρώθηκε.

Λίγες ώρες πριν την ψηφοφορία για τη Συμφωνία, η «αριθμητική» του Αλέξη Τσίπρα για τις αναγκαίες 151 ψήφους επιβεβαιώνει πως οι παλιές διαχωριστικές γραμμές σβήνουν, μνημονιακοί και αντιμνημονιακοί έχουν βρεθεί στην ίδια πλευρά και τελικά η σύνθεση των «151» δείχνει να είναι αν μη τι άλλο ετερόκλητη, με τους «παλιούς» πολιτικούς όρους.

Η κυβέρνηση αυτή τη στιγμή διαθέτει 145 βουλευτές και ισάριθμες σίγουρες ψήφους. Οι (τουλάχιστον) 151 όμως θα προέλθουν και από άλλους χώρους. Εκτός από τον ΣΥΡΙΖΑθετικά προς της Συμφωνία έχει τοποθετηθεί ο Θανάσης Παπαχριστόπουλος των ΑΝΕΛ, οι ανεξάρτητοι βουλευτές Σπύρος Δανέλλης, προερχόμενος από το Ποτάμι, και Έλενα Κουντουρά, προερχόμενη από τους ΑΝΕΛ. Προς υπερψήφιση της Συμφωνίας κινείται και ο Σπύρος Λυκούδης, αλλά και οι εναπομείναντες του Ποταμιού Σταύρος Θεοδωράκης και Γιώργος Μαυρωτάς. «Ναι» έχει ήδη πει στη Συμφωνία ο Θανάσης Θεοχαρόπουλος από τη ΔΗΜΑΡ. Ερωτηματικό παραμένει η στάση που θα τηρήσει η Κατερίνα Παπακώστα.

Έτσι η Συμφωνία των Πρεσπών, ανεξαρτήτως του διακυβέυματός της και με επίκεντρο αποκλειστικά τον ρόλο της στη διαμόρφωση της ελληνικής πολιτικής σκηνής, αναδεικνύεται σε ξεκάθαρο παράγοντα δημιουργίας των νέων συσχετισμών.