Μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα δείχνει ότι το τραύλισμα είναι εξίσου πιθανό να οφείλεται σε γενετικούς παράγοντες, κάτι που μπορεί να ρίξει φως στο μυστήριο του γιατί μερικά παιδιά, κυρίως αγόρια, αρχίζουν να τραυλίζουν στα πρώτα χρόνια της ζωής τους, συνήθως στην ηλικία των τριών και τεσσάρων ετών) και μετά, σε αντίθεση με άλλα παιδιά που είχαν ανάλογο πρόβλημα, δεν μπορούν ποτέ πια να το ξεπεράσουν.

Ήδη οι επιστήμονες έχουν εντοπίσει τρεις μικρές γενετικές μεταλλάξεις (GNPTAB, GNPTG και NAGPA) που επηρεάζουν τον τρόπο που ο εγκέφαλος επεξεργάζεται το λόγο και οι οποίες είναι πιο συνηθισμένες σε ανθρώπους που τραυλίζουν.

Αν και οι επιστήμονες δεν πιστεύουν ότι κάθε τραύλισμα προκαλείται από γονίδια, θεωρούν ότι σε σημαντικό ποσοστό οι κληρονομικές μεταλλάξεις δημιουργούν τη σχετική γενετική προδιάθεση. Υπολογίζεται ότι περίπου οι μισοί άνθρωποι με πρόβλημα τραυλίσματος έχουν οικογενειακό ιστορικό αυτής της διαταραχής.

Οι ερευνητές θέλουν να καταλάβουν καλύτερα τη διαταραχή και να βρουν νέους βιολογικούς τρόπους καταπολέμησής της, τελικά αναπτύσσοντας κάποιο φάρμακο, αν και, όπως παραδέχτηκαν, κάτι τέτοιο, αν γίνει ποτέ, θα πάρει αρκετά χρόνια ακόμα.

Το τραύλισμα προκαλεί επανάληψη ήχων, συλλαβών ή ολόκληρων λέξεων, διαταράσσοντας την ομαλή ροή του λόγου, την επικοινωνία του ατόμου και την ποιότητα ζωής του. Συχνά όμως όσοι τραυλίζουν, δεν έχουν κανένα πρόβλημα όταν τραγουδούν ή όταν μιλάνε μαζί με άλλους ή σε μωρά και κατοικίδια ζώα.

Οι λογοθεραπευτές μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση του προβλήματος (με μείωση του άγχους, ρύθμιση της αναπνοής και του ρυθμού της ομιλίας κ.α.), αλλά προς το παρόν δεν υπάρχει θεραπεία για το τραύλισμα, που εκτιμάται ότι εμφανίζεται στο 1% περίπου του παγκόσμιου πληθυσμού, δηλαδή σε ένα αρκετά μεγάλο αριθμό ανθρώπων.