Από το κακό στο χειρότερο πηγαίνει η κατάσταση με τα λουκέτα στην αγορά. Τους τελευταίους έξι μήνες έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των επιχειρήσεων που έχουν κλείσει. Τον Μάρτιο του 2012 το ποσοστό των κλειστών επιχειρήσεων μόνο στους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους έφθανε το 29,6%, ενώ, αυτήν την περίοδο, το ποσοστό κυμαίνεται περίπου στο 31% ενώ, ένα χρόνο νωρίτερα, τα λουκέτα ήταν στο 24%. Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία της χαρτογράφησης του ελληνικού εμπορίου, της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (ΙΝΕΜΥ).

Συγκεκριμένα, από τη συνολική απογραφή του εμπορικού κέντρου διαπιστώνεται ότι σε σύνολο 6.532 επιχειρήσεων /επαγγελματικών στεγών, οι 1.850 είναι κλειστές. Όπως επισημαίνει ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, Β. Κορκίδης, οι κλειστές επιχειρήσεις συνιστούν πλέον μια «εδραιωμένη εικόνα», στην καρδιά της πρωτεύουσας.

Οι αριθμοί δείχνουν αύξηση των λουκέτων, αλλά η εικόνα του κέντρου στο σύνολό του παρουσιάζει μικρότερα ποσοστά (28,3%) σε σύγκριση με τους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους. Αυτό, κατά τους αναλυτές, αποτελεί πρωτοφανές εύρημα για την έρευνα σε σχέση με τις μέχρι τώρα προβλέψεις και συζητήσεις αναφορικά με τη φυσιογνωμία του κέντρου. Πριν από τη συνολική απογραφή, τα αναμενόμενα αποτελέσματα από την ερευνητική ομάδα ήταν ότι οι παράδρομοι του εμπορικού κέντρου θα παρουσίαζαν πολύ χειρότερη εικόνα όσον αφορά τα λουκέτα. Η τάση όμως είναι ακριβώς αντίθετη και συσχετίζεται με πλήθος παραγόντων, οι οποίοι εξετάζονται. Μεταξύ των εμπορικών δρόμων υπάρχουν ορισμένοι στους οποίους διαπιστώνονται ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά συγκέντρωσης κλειστών επιχειρήσεων. Πρόκειται για εμπορικούς δρόμους με διαφορετικά χαρακτηριστικά εμπορικής επιχειρηματικότητας (ύψος ενοικίων, τύπος εμπορίου κ.ά.) που όμως αποτελούν παραδοσιακούς εμπορικούς δρόμους της Αθήνας: Πανεπιστημίου 34,7 % (1/3), Σταδίου 42% (1/2), Εμ. Μπενάκη 38% (1/3), Ακαδημίας 31% (1/3).
 
 
Οι λόγοι που οδηγούν στο να κλείνουν επιχειρήσεις με την παρούσα μελέτη της γεωγραφικής αποτύπωσης, κατά την ΕΣΕΕ, περιγράφονται ως εξής:
– Υψηλά ενοίκια: είναι πλέον ξεκάθαρο ότι τα υψηλά ενοίκια του κέντρου αναγκάζουν τις επιχειρήσεις να κλείσουν ή να μετεγκατασταθούν, με κόστος την ερήμωση του κέντρου. Το γεγονός ότι οι κεντρικοί εμπορικοί δρόμοι με τις υψηλότερες τιμές ενοικίων παρουσιάζουν τα μεγαλύτερα ποσοστά λουκέτων επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι οι «ακριβοί» εμπορικοί δρόμοι θα καταλήξουν «έρημοι» δρόμοι.
– Μείωση αγοραστικής δύναμης: η δραματική συρρίκνωση των εισοδημάτων των νοικοκυριών η οποία μάλιστα είναι προοδευτική από το καλοκαίρι του 2010, (όταν ξεκίνησε και η έρευνα) ακολουθείται από την προοδευτική αύξηση των κλειστών καταστημάτων.
– Αφανισμός της μεσαίας τάξης: η υψηλή συγκέντρωση των κλειστών καταστημάτων στην παραδοσιακή εμπορική αγορά της Αθήνας που διαχρονικά αποτελούσε τον πόλο έλξης των καταναλωτών της μεσαίας τάξης είναι ενδεικτική της οικονομικής δυσχέρειας που αντιμετωπίζουν τα μεσαία στρώματα. Εξάλλου, η πλειοψηφία των ίδιων των εμπόρων αποτελεί τμήμα των μικρομεσαίων στρωμάτων με αποτέλεσμα να επωμίζονται εις διπλούν (ως καταναλωτές και ως έμποροι που εξασφαλίζουν το εισόδημά τους από καταναλωτές) τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και το βάρος της επιβίωσης.
– Αλλαγή φυσιογνωμίας εμπορικού κέντρου: η επιθετική εξάπλωση των επιχειρήσεων εστίασης οδηγεί σε αναδιαρθρώσεις και ανακατατάξεις που αλλοιώνουν τον εμπορικό χαρακτήρα του κέντρου. Αυτή η μεταβολή αν και φαινομενικά προκαλεί τη συγκέντρωση των υποψήφιων καταναλωτών πλησίον του εμπορικού κέντρου, δεν υπάρχει καμία απολύτως ένδειξη ότι τονώνει την αγοραστική κίνηση. Αντίθετα και μακροπρόθεσμα, τέτοιες εξελίξεις οι οποίες δεν υπηρετούν κανένα κεντρικό σχεδιασμό ανάπτυξης συντελούν ταχύτατα στην παρακμή του εμπορικού κέντρου.
– Αποχώρηση μεγάλων επιχειρήσεων: στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η είσοδος μεγάλων επιχειρήσεων και διεθνικών αλυσίδων στις παραδοσιακές εμπορικές αγορές προκάλεσε ριζική αλλαγή στη διάρθρωση του εμπορικού κέντρου