Ο πιο δυνατός αποχαιρετισμός στον Λουκιανό Κηλαηδόνη, που έφυγε σήμερα από τη ζωή, είναι οι πάμπολλες καθημερινές μικρές και μεγάλες στιγμές μας που θα τον θυμόμαστε, σιγοτραγουδώντας ή βροντοφωνάζοντας τα τραγούδια του. Κομμάτια με τα οποία άλλοι μεγάλωσαν, άλλοι ενηλικιώθηκαν κι άλλοι ταύτισαν τα πιο ανέμελα χρόνια τους ή τις μεγάλες συγκινήσεις τους.

Είναι πρώτα πρώτα το ματς, που αρχίζει και οι δρόμοι αδειάζουν, ενώ η φωνή του Διακογιάννη μας ενώνει και να μας δονεί. Κασκόλ και σημαίες, όλη η αφοσίωση στη στρογγυλή θεά- και ο παραλογισμός που ενίοτε τη συνοδεύει- όχι μόνο απενοχοποιήθηκαν αλλά καταγράφηκαν λιτά και περιεκτικά σε ένα τραγούδι που συμπύκνωσε με τρόπο μοναδικό την υπέροχη εθνική παραφροσύνη που πυροδοτεί ο ήχος της σφυρίχτρας του διαιτητή.

Ακολούθησαν τα ξενύχτια, οι τρέλες, τα κορίτσια και τα μεθύσια -ναι, σε όλα λέμε ναι- και τα διαχρονικά προφητικά «όχι» στους τεχνοκράτες, τις κυρίες τους και τους λογικούς.

Στο συλλογικό ασυνείδητο έχουν περάσει και τα απλά μαθηματικά του 1978. Δέκα μείον πέντε μείον πέντε, έξι διά δύο συν οκτώ, είκοσι φορές το δεκαπέντε, έντεκα κι εφτά δεκαοκτώ συνδυάστηκαν μοναδικά με την αγωνία του παρκαρίσματος, ένα πρόβλημα που για να λυθεί καλό θα είναι να… σηκωθείς νωρίς.

Στον Λουκιανό Κηλαηδόνη οφείλουμε και την πιο διάσημη Μαίρη, φυσικά τη Μαίρη Παναγιωταρά, «μια εργαζόμενη μητέρα μια καλή νοικοκυρά» που παλεύει με την καθημερινότητά της και τα… συζυγικά της καθήκοντα.

Ίσως αυτή η διάσημη Μαίρη- πριν παντρευτεί με τον κύριο που ήθελε «να της πιάνει και τον κω…»- να ήταν εκείνη που τα έφτιαξε με τον Λευτέρη «που γουστάριζε την Λένα πριν γνωρίσει τη Γωγώ, που τα είχε με τον Άρη πριν τα φτιάξει με την Μάρη και που κάποτε τη γούσταρα κι εγώ» στο περίφημο ερώτημα «πού βαδίζουμε κύριοι» που ακόμα αναζητεί απάντηση…

Με το γνωστό χιούμορ του ο Λουκιανός Κηλαηδόνης τραγούδησε για τους πιο μικρούς μουσικόφιλους το περίφημο «ανεκδοτάκι» στο «Κάτω από ένα κουνουπίδι» του Μάνου Λοΐζου. Τα τρία μερμηγκάκια που περνάνε ποταμάκι ζωντανεύουν στην παιδική φαντασία και το ανεκδοτάκι σκορπά το γέλιο στους μικρούς που μεγάλωσαν και μεγαλώνουν ακούγοντας τις τραγουδιστικές σοφίες του Λουκιανού.

Χωρίς ίχνος επιτήδευσης, οι χιλιοτραγουδισμένες «νύχτες που περνούν» και «δεν θα ξαναρθούν» θα αναβιώνουν τα καλοκαιρινά βράδια στα θρυλικά θερινά σινεμά.

Η «χαμηλή πτήση» του Λουκιανού Κηλαηδόνη θα είναι πάντα μια πρόσκληση και παρότρυνση σε βόλτες και ανάσες που σε κάνουν να αφήσεις πίσω σου «όσα σου τη σπάνε». Μια συμβουλή από κάποιον «που γνώρισε πολλά».

Η πιο διαχρονική πρόσκληση σε πάρτι θα είναι αυτή στη Βουλιαγμένη, που συνόψισε τις ανέμελες νυχτερινές εκδρομές κάθε ζευγαριού και κάθε παρέας, τις ζεστές νύχτες που «η πόλη πέφτει στενή».

Όλοι οι φίλοι του Λουκιανού τον αποχαιρέτησαν ήδη, στο περίφημο «πάρτι» του, που όλοι καταλήγουν σε ένα βαθύ μπουντρούμι μ’ ένα μπουκάλι ρούμι.

Έτσι, θα τον θυμόμαστε κι εμείς, σαν τον φτωχό και μόνο κάου μπόι που παίρνει το άλογό του και μαζί πάνε στα βουνά…