Τα έγγραφα που δημοσιοποίησε χθες το υπουργείο Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών αποκαλύπτουν νέες, σοκαριστικές λεπτομέρειες για τις απαιτήσεις που είχε ο Τζέφρι Έπσταϊν σχετικά με τα ανήλικα κορίτσια που ζητούσε να του εξασφαλίζουν σε σταθερή βάση οι «συνεργάτες» του, με σκοπό τη σεξουαλική τους εκμετάλλευση.
Η δημοσιοποίηση αυτής της νέας δέσμης εγγράφων από την έρευνα γύρω από τον παιδόφιλο χρηματιστή συνιστά κομβική εξέλιξη σε μια υπόθεση που έχει μετατραπεί σε πολιτικό «πονοκέφαλο» για την κυβέρνηση Τραμπ. Το τελευταίο διάστημα, η κυβέρνηση έχει δεχθεί έντονη κριτική για καθυστερήσεις στη δημοσιοποίηση του συνόλου των στοιχείων.
Παρότι μεγάλα τμήματα των εγγράφων παραμένουν λογοκριμένα, όσα είναι προσβάσιμα περιλαμβάνουν φωτογραφικό υλικό του Έπσταϊν με γνωστά πρόσωπα, όπως οι Μάικλ Τζάκσον, Κρις Τάκερ και Νταϊάνα Ρος, καθώς και τον επιχειρηματίας Ρίτσαρντ Μπράνσον. Σε αρκετές εικόνες εμφανίζεται και ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον – μεταξύ αυτών και μία όπου κολυμπά σε πισίνα μαζί με την καταδικασμένη συνεργάτιδα του Έπσταϊν, Γκισλέιν Μάξγουελ – ενώ έντονη είναι και η παρουσία του πρίγκιπα Άντριου, γνωστού για τις στενές σχέσεις που διατηρούσε με τον χρηματιστή.

Όπως αναφέρει ο Guardian, οι σημειώσεις της έρευνας καταγράφουν με λεπτομέρειες τις προτιμήσεις του Έπσταϊν ως προς την ηλικία και τη φυλή των θυμάτων του, αλλά και τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε για να εξασφαλίζει την προμήθειά τους.
Ένα από τα έγγραφα, με αριθμό αναφοράς EFTA00004179, περιλαμβάνει διαβιβαστικό του FBI και 13 σελίδες χειρόγραφων σημειώσεων από κατάθεση που δόθηκε στις 2 Μαΐου 2019. Η ταυτότητα του μάρτυρα παραμένει άγνωστη, ενώ αρκετά σημεία του κειμένου έχουν διαγραφεί. Ωστόσο, προκύπτει ξεκάθαρα ότι ο διεστραμμένος χρηματιστής, με το ισχυρό κοινωνικό δίκτυο, είχε απολύτως συγκεκριμένες απαιτήσεις από τα άτομα που αναλάμβαναν να του βρίσκουν έφηβα κορίτσια.
«Ξέμενε από κορίτσια»
Ο μάρτυρας κάνει λόγο για «περιόδους απόγνωσης», κατά τις οποίες το περιβάλλον του Έπσταϊν «ξέμενε από κορίτσια», ενώ στις σημειώσεις ο χρηματιστής αναφέρεται με τα αρχικά «JE». Σε μία τέτοια «απεγνωσμένη περίοδο», αναφέρεται ότι εμφανίστηκε «Μια σκουρόχρωμη Δομινικανή», όμως «ο JE δεν ήθελε ισπανόφωνο ή σκούρο κορίτσι». Ο «προμηθευτής» του Έπσταϊν, το όνομα του οποίου παραμένει κρυφό, φέρεται να είχε λάβει σαφείς οδηγίες να επιλέγει κορίτσια με πιο ανοιχτόχρωμο δέρμα. Ο μάρτυρας δηλώνει ότι δεν γνωρίζει αν το άτομο αυτό πληρωνόταν για τις υπηρεσίες του, επισημαίνει όμως ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το κορίτσι έλαβε αμοιβή.
Σε άλλο σημείο των σημειώσεων καταγράφεται παράπονο του ίδιου του Τζέφρι Έπσταϊν, ο οποίος – ενώ βρισκόταν στο μπάνιο – διαμαρτυρήθηκε σε γυναίκα «προμηθεύτριά του» ότι δεν μπορούσε να του φέρνει πια κορίτσια που δεν του άρεσαν, ζητώντας της να συνεχίσει την αναζήτηση. «Κάποια στιγμή ο/η [διαγραμμένο όνομα] τον είδε να ζητάει ταυτότητα για ένα κορίτσι. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι ήταν κάτω από 18 ετών επειδή δεν εμπιστευόταν τον [διαγραμμένο όνομα], που τα είχε κάνει μούσκεμα στο παρελθόν φέρνοντάς του μεγαλύτερα κορίτσια».

Οι σημειώσεις περιλαμβάνουν επίσης περιγραφές σεξουαλικών πράξεων του Έπσταϊν, κατά τις οποίες, σύμφωνα με τον μάρτυρα, εξέδιδε αλλόκοτους ήχους και «άγγιζε με άγριο τρόπο» τα θύματά του.
Στο ίδιο έγγραφο περιλαμβάνονται και φωτογραφίες κοριτσιών που αναφέρονται στις σημειώσεις, ηλικίας από 14 έως 17 ετών, να κυκλοφορούν με ποδήλατα φορώντας μπικίνι, ενώ επιβεβαιώνεται και η ιδιαίτερη προτίμηση του χρηματιστή για κορίτσια από τη Βραζιλία.
Νόμος που εγκρίθηκε από το Κογκρέσο τον Νοέμβριο υποχρέωσε την κυβέρνηση να δημοσιοποιήσει έως χθες, Παρασκευή, όλα τα μη διαβαθμισμένα έγγραφα που σχετίζονται με την υπόθεση. Ωστόσο, όπως δήλωσε ο δεύτερος στην ιεραρχία του υπουργείου Δικαιοσύνης, Τοντ Μπλανς, η διαδικασία αυτή θα διαρκέσει τελικά αρκετές εβδομάδες.
«Μασέζ»
Παράλληλα, μεγάλα τμήματα των εγγράφων παραμένουν καλυμμένα με μαύρο. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται κατάλογος 254 «μασέζ», των οποίων τα ονόματα αποκρύπτονται «για την προστασία του θύματος», καθώς και 119 σελίδες δικαστικού εγγράφου από δικαστήριο της Νέας Υόρκης, που έχουν λογοκριθεί χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις.
Οι βουλευτές Ρο Χάνα (Δημοκρατικοί) και Τόμας Μέισι (Ρεπουμπλικανοί), εισηγητές του νομοσχεδίου που υποχρέωσε την κυβέρνηση Τραμπ να προχωρήσει στη δημοσιοποίηση, εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους, τονίζοντας ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης «δεν σεβάστηκε» το αίτημα του Κογκρέσου.
Σε βίντεο που ανήρτησε στο X, ο Ρο Χάνα επισήμανε την απουσία της δικογραφίας που σχηματίστηκε μετά τη σύλληψη του Έπσταϊν το 2019, στην οποία – όπως υποστηρίζει – αναφέρονται «κι άλλοι πλούσιοι και ισχυροί άνδρες».
Από την πλευρά του, ο επικεφαλής της μειοψηφίας των Δημοκρατικών στη Γερουσία, Τσακ Σούμερ, δήλωσε ότι «Δεν είναι τίποτε άλλο από μια επιχείρηση συγκάλυψης για να προστατευθεί ο Ντόναλντ Τραμπ από το όχι και πολύ κολακευτικό παρελθόν του», κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι «κάνει τα πάντα για να κρύψει την αλήθεια». Ερωτηθείς από δημοσιογράφους, ο Αμερικανός πρόεδρος απέφυγε να σχολιάσει.

Επικύρωσε τον νόμο για την αποκάλυψη των εγγράφων
Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε δεσμευτεί προεκλογικά το 2024 για πλήρη διαφάνεια στην υπόθεση. Ωστόσο, για μήνες μετά την εκλογή του δεν είχε υλοποιήσει την υπόσχεσή του, χαρακτηρίζοντας την υπόθεση «φάρσα» που, όπως υποστήριζε, εργαλειοποιήθηκε από τους Δημοκρατικούς. Η στάση αυτή είχε προκαλέσει έντονη δυσαρέσκεια στη βάση των υποστηρικτών του «MAGA», οι οποίοι έχουν εμμονή με το συγκεκριμένο σκάνδαλο. Τελικά, ο πρόεδρος επικύρωσε τον νόμο που υποχρέωνε την κυβέρνησή του να δώσει στη δημοσιότητα τα έγγραφα.
Ο Τζέφρι Έπσταϊν, εξέχουσα φιγούρα της νεοϋορκέζικης υψηλής κοινωνίας, κατηγορήθηκε για τη σεξουαλική εκμετάλλευση περισσότερων από χιλίων νεαρών γυναικών, μεταξύ των οποίων και ανήλικες. Στην υπόθεση ενεπλάκησαν ονόματα γνωστών προσωπικοτήτων, ανάμεσά τους και ο Άντριου – αδελφός του βασιλιά της Βρετανίας, Καρόλου – ο οποίος κατηγορήθηκε από ένα από τα θύματα, αλλά αρνείται τις κατηγορίες.
Ο θάνατος του Έπσταϊν στη φυλακή, λίγο πριν δικαστεί, που χαρακτηρίστηκε επισήμως ως αυτοκτονία, πυροδότησε πληθώρα θεωριών συνωμοσίας, σύμφωνα με τις οποίες δολοφονήθηκε για να μην κατονομάσει πρόσωπα της ελίτ που επωφελήθηκαν από τα εγκλήματά του. Ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος για ένα διάστημα κινούνταν στους ίδιους κοινωνικούς κύκλους με τον χρηματιστή, αρνείται ότι γνώριζε οτιδήποτε για την εγκληματική του δράση και υποστηρίζει ότι είχε διακόψει κάθε επαφή μαζί του πολύ πριν απασχολήσει τη Δικαιοσύνη.
Η πρώην σύντροφος του Έπσταϊν, η 63χρονη Γκισλέιν Μάξγουελ, που εκτίει ποινή κάθειρξης 20 ετών, παραμένει το μοναδικό πρόσωπο που έχει καταδικαστεί στο πλαίσιο της υπόθεσης. Ο Τοντ Μπλανς δήλωσε χθες ότι δεν θα πρέπει να αναμένονται νέες απαγγελίες κατηγοριών.