«Η ερευνητική δημοσιογραφία θα επιβιώσει και το 2040, πάντα πρέπει να βρίσκεσαι εκεί όπου συμβαίνει ένα γεγονός»
Πάνος Σόμπολος
Με περισσότερα από 45 χρόνια εμπειρίας στον χώρο της δημοσιογραφίας και τρεις συνεχόμενες θητείες ως πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ, ο Πάνος Σόμπολος μοιράζεται την προσωπική του ματιά για την εξέλιξη στα media, από τα πρώτα βήματα της καριέρας του στα τέλη της δεκαετίας του ’60 μέχρι τις ψηφιακές μεταμορφώσεις των τελευταίων δεκαετιών και τις τεχνολογικές εξελίξεις που μας περιμένουν.
Αναστοχάζεται τη σημασία της τεχνολογίας, της ερευνητικής δημοσιογραφίας και της αντικειμενικής ενημέρωσης, ενώ προβληματίζεται για το μέλλον: την επιβίωση των εφημερίδων, τον ρόλο της τεχνητής νοημοσύνης, την ικανότητα της κοινωνίας να ξεχωρίζει την αλήθεια από τις ψευδείς ειδήσεις και την αναγκαιότητα της ακεραιότητας και της συνέπειας στο δημοσιογραφικό έργο το έτος 2040.

– Κύριε Σόμπολε, είστε ένας από τους πλέον πολύπειρους επαγγελματίες του χώρου της δημοσιογραφίας, έχοντας διατελέσει μάλιστα επί χρόνια και πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ. Ποια είναι η πιο μεγάλη αλλαγή που έχετε δει στην ενημέρωση από την αρχή της καριέρας σας έως και σήμερα;
Τα πράγματα έχουν αλλάξει πάρα πολύ σε σχέση με αυτά που συνάντησα όταν ξεκινούσα τη δημοσιογραφία στα τέλη της δεκαετίας του ’60· πιο συγκεκριμένα, τέλη του 1968 με αρχές του 1969. Πρωτίστως άλλαξαν οι δίαυλοι επικοινωνίας. Παλαιότερα είχαμε μονάχα τις εφημερίδες, το ραδιόφωνο και δύο τηλεοπτικά κανάλια – την ΕΡΤ και την ΥΕΝΕΔ. Τέλη της δεκαετίας του 1980, όμως, εμφανίστηκαν οι ιδιωτικοί ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί και τη δεκαετία του ’90 έκανε την εμφάνισή του στο ευρύ κοινό το διαδίκτυο και οι ενημερωτικές ιστοσελίδες. Έτσι ο κόσμος απέκτησε πλέον πολλαπλές και διαφορετικές πηγές ενημέρωσης.
– Αναμφίβολα η τεχνολογία άλλαξε ριζικά τη δουλειά σας όλα αυτά τα χρόνια. Ποιο τεχνολογικό εργαλείο θεωρείτε ότι έκανε τη μεγαλύτερη διαφορά;
Αν σταθώ ειδικά στο δικό μου ρεπορτάζ, το αστυνομικό, μπορώ να σας πω με απόλυτη βεβαιότητα ότι το μεγαλύτερο τεχνολογικό άλμα που άλλαξε εντελώς τις συνθήκες της δουλειάς μας ήταν το κινητό τηλέφωνο. Σήμερα το θεωρούμε αυτονόητο. Τότε, όμως, στα χρόνια που ξεκινούσα, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, και κατά τις επόμενες δεκαετίες στη συνέχεια, η απουσία του δημιουργούσε απίστευτες δυσκολίες.
Για κάθε συμβάν –έγκλημα, τροχαίο, ληστεία, φωτιά– έπρεπε να βρεθούμε στον τόπο του συμβάντος, το ρεπορτάζ γινόταν αποκλειστικά στο πεδίο. Αλλά το θέμα δεν ήταν μόνο να φτάσουμε εκεί, ήταν και το πώς θα ενημερώναμε το μέσο όπου εργαζόμασταν. Δεν υπήρχε τρόπος να επικοινωνήσεις άμεσα με το γραφείο. Έπρεπε να αναζητήσεις το πλησιέστερο περίπτερο με τηλέφωνο και να δώσεις την είδηση. Αυτό σήμερα ακούγεται πρωτόγονο, αλλά τότε ήταν η καθημερινότητά μας.
Και για να αντιληφθείτε πόσο δύσκολες ήταν πολλές φορές οι συνθήκες, θα σας δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: όταν καλύπταμε μια δασική πυρκαγιά, ήμασταν αναγκασμένοι κάποια στιγμή να εγκαταλείψουμε το σημείο της φωτιάς και να μεταβούμε στο κοντινότερο χωριό. Εκεί, έπρεπε να ψάξουμε να βρούμε ένα σπίτι με σταθερό τηλέφωνο κι αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο, αφού δεν είχαν όλα τα σπίτια συσκευή. Μπορεί σε όλο το χωριό να υπήρχαν μόνο δύο ή τρία σπίτια που να διέθεταν τηλέφωνο. Χτυπούσαμε πόρτες, ζητούσαμε την άδεια των ανθρώπων να μπούμε και να τηλεφωνήσουμε.
Και να σκεφτείτε ότι αυτό μπορεί να γινόταν και μέσα στο βράδυ, γιατί η ΕΡΤ τότε είχε δελτίο ειδήσεων και στις 12 τα μεσάνυχτα. Καλούσαμε και λέγαμε: «Παρακαλώ, πάρτε με σε αυτό το νούμερο για να σας δώσω το ρεπορτάζ». Το κινητό τηλέφωνο μας έδωσε ταχύτητα, αμεσότητα, δυνατότητα να μεταφέρουμε την είδηση ακριβώς τη στιγμή που συμβαίνει.
– Και εάν επρόκειτο για πλάνα και συνεντεύξεις και όχι για ένα ρεπορτάζ που θα δίνατε απλά από το τηλέφωνο, τι κάνατε;
Σε αυτή την περίπτωση έπρεπε να πάμε στον κοντινότερο ΟΤΕ για να στείλουμε το υλικό μέσω κυκλώματος στο κανάλι, ώστε να τα επεξεργαστούν και να προβληθούν στην τηλεόραση. Μιλάμε δηλαδή για μια τεράστια ταλαιπωρία, αλλά όλη τη δουλειά την κάναμε με ζήλο και αγάπη. Προσπαθούσαμε πάντα να ενημερώνουμε τον κόσμο σωστά και όσο γίνεται πιο αντικειμενικά.

– Πώς φαντάζεστε τη δημοσιογραφία του 2040; Τι πιστεύετε ότι θα έχει αλλάξει;
Πιστεύω ότι θα αλλάξουν πάρα πολλά, όμως η είδηση θα παραμείνει είδηση. Μπορεί όλα γύρω μας να αλλάξουν, αλλά η βασική ανάγκη να ενημερώσεις τον κόσμο –να του πεις τι έγινε, τι ειπώθηκε, τι συζητήθηκε– δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ.
Βέβαια η τεχνητή νοημοσύνη, που ήδη έχει μπει στη ζωή μας, θα φέρει πραγματικά τα πάνω κάτω. Κανείς όμως δεν ξέρει τι ακριβώς μπορεί να προκύψει από αυτή. Ακούγονται διάφορες προβλέψεις, αλλά όπως σε όλα έτσι κι εδώ θα υπάρχουν και τα συν και τα πλην. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τι θα συμβεί σε είκοσι, τριάντα, σαράντα χρόνια από σήμερα με την ΑΙ.
– Το έτος 2040 εκτιμάται πως θα υπάρχουν εφημερίδες ή θα έχουν πια «εξαφανιστεί»;
Η εφημερίδα σιγά σιγά εκλείπει. Θα συνεχίσουν να υπάρχουν έντυπες εκδόσεις, αλλά αυτά που θα επιβιώσουν θα είναι κυρίως τα εβδομαδιαία φύλλα – οι Κυριακάτικες ή οι εκδόσεις του Σαββατοκύριακου. Το έντυπο μέσο ενημέρωσης θα παραμείνει, αλλά τα καθημερινά φύλλα θα συρρικνωθούν κι άλλο.
Από τη στιγμή που ο άλλος έχει όλη την πληροφορία στα χέρια του από το κινητό τηλέφωνο ή το tablet, δεν αγοράζει εφημερίδα. Γι’ αυτό και οι πωλήσεις πέφτουν συνεχώς. Τον Σεπτέμβριο του 1981 που επανεκδόθηκε το «Έθνος», έφτασε να πουλάει καθημερινά 240.000 φύλλα, έναν αριθμό αστρονομικό για τα σημερινά δεδομένα. Θυμάμαι τον αείμνηστο Αλέκο Φιλιππόπουλο, που ήταν τότε διευθυντής, όταν συνέβαινε ένα μεγάλο γεγονός –ένα χτύπημα της «17 Νοέμβρη», ένα πολύνεκρο δυστύχημα ή ένα συνταρακτικό έγκλημα– έδινε εντολή να τυπωθούν 20.000 ή 25.000 φύλλα παραπάνω. Οι πωλήσεις άρχισαν να πέφτουν με την έναρξη της ιδιωτικής τηλεόρασης και ο Τύπος δέχτηκε τη χαριστική βολή με την εμφάνιση των ενημερωτικών ιστοσελίδων.
Θα αλλάξουν πάρα πολλά στα μίντια, όμως η είδηση θα παραμείνει είδηση. Μπορεί όλα γύρω μας να αλλάξουν, αλλά η βασική ανάγκη να ενημερώσεις τον κόσμο -να του πεις τι έγινε, τι ειπώθηκε, τι συζητήθηκε- δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ
– Πιστεύετε ότι το 2040 θα υπάρχουν ακόμη δημοσιογράφοι που κάνουν έρευνα πεδίου ή θα έχει σβήσει η ερευνητική δημοσιογραφία;
Δεν πιστεύω ότι θα εκλείψει η ερευνητική δημοσιογραφία και το ρεπορτάζ. Αν δεν τρέξεις, αν δεν πας στον τόπο όπου έγινε το οποιοδήποτε γεγονός (πολιτικό, οικονομικό, αστυνομικό, δικαστικό, αθλητικό), δεν μπορείς να αποδώσεις αυτό που πρέπει. Πιστεύω πως πάντα πρέπει να βρίσκεσαι εκεί όπου συμβαίνει ένα γεγονός.
Στο αστυνομικό ρεπορτάζ, που το γνωρίζω καλά, πρέπει να πας στο σημείο του συμβάντος, να μιλήσεις με αυτόπτες μάρτυρες, με θύματα, με τις πηγές σου, με όποιον υπάρχει εκεί. Πρέπει να δεις τον χώρο, να κάνεις την κατόπτευσή σου. Αυτό δεν πρόκειται να εκλείψει, γιατί αλλιώς δεν μπορείς να έχεις τα στοιχεία που χρειάζεται η είδηση και το ρεπορτάζ για να ενημερωθεί σωστά ο κόσμος.

– Στο μέλλον, πιστεύετε ότι η κοινωνία θα μπορεί να ξεχωρίσει την αλήθεια από τη φήμη ή ότι θα ζούμε σε έναν κόσμο ψευδών ειδήσεων εντονότερα από ό,τι σήμερα;
Αυτό είναι δύσκολο να απαντηθεί. Μια ιστοσελίδα μπορεί να μεταδώσει μια είδηση που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, που είναι fake news, και μέσα σε 10 λεπτά να την έχουν αναμεταδώσει 50 άλλα sites χωρίς να τη διασταυρώσουν. Χωρίς να κάνουν ένα τηλεφώνημα για να δουν αν αληθεύει. Ακόμα κι όταν η είδηση είναι αληθινή, πολλές φορές δεν γίνεται κανένα τηλεφώνημα για να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα. Αν δεν το κάνουμε, πέφτουμε σίγουρα στη «φάκα» των ψευδών ειδήσεων. Σε οποιοδήποτε μέσο κι αν εργάζεται ο ρεπόρτερ, πρέπει πάντα να ερευνά την είδηση.
– Η ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης το 2040 θα είναι περισσότερο κατοχυρωμένη ή θα υπονομεύεται από πολιτικούς ή οικονομικούς παράγοντες;
Τα μέσα ενημέρωσης είναι η τέταρτη εξουσία. Αλλά την τέταρτη εξουσία δεν την έχει ο δημοσιογράφος· την έχουν οι ιδιοκτήτες των εφημερίδων, των τηλεοπτικών καναλιών, των ραδιοφωνικών σταθμών και των ιστοσελίδων. Ο συντάκτης ακολουθεί τη γραμμή που ορίζει το κάθε μέσο.
Θυμάμαι όταν ξεκινούσα, ρώτησα έναν παλιό αρχισυντάκτη στην εφημερίδα «Ακρόπολη»: «Γιατί δεν χτυπάμε και το ένα κόμμα και το άλλο κόμμα;». Και μου απάντησε κυνικά: «Αν κάνουμε αυτό που λες, θα διαβάζουμε την εφημερίδα μόνο εσύ κι εγώ. Πρέπει να ακολουθούμε μια συγκεκριμένη γραμμή». Πιστεύω ότι αυτό υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει και το 2040 και τα επόμενα χρόνια. Κάθε μέσο θα υποστηρίζει πάντα κάποια πλευρά. Το ζήτημα είναι να μην έχει fake news, για να πετύχει τον σκοπό του.
– Αν δίνατε μία συμβουλή σε ένα παιδί που ξεκινάει τώρα τη δημοσιογραφία, τι θα του λέγατε;
Θα του έλεγα: «Όπου κι αν ταχθείς, να υπηρετήσεις τη δημοσιογραφία, από οποιοδήποτε ρεπορτάζ, να το αγαπήσεις με όλη σου την ψυχή. Να δίδεσαι εξ ολοκλήρου σε αυτό. Να κάνεις πάντα ρεπορτάζ στον τόπο που διαδραματίζεται το γεγονός. Και όταν βγαίνεις να ενημερώνεις τον κόσμο, να του λες τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, όπως λέει ο λαός. Να του λες αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Εγώ αυτές τις αρχές τήρησα στα 42 χρόνια που έγραφε το χαρτί της σύνταξης και στα 2-3 χρόνια που ήμασταν απλήρωτοι, όταν μας δίνανε μια διατακτική ή μια επιταγή για να αγοράσουμε ένα πουκάμισο ή ένα ζευγάρι παπούτσια. Επί 45 χρόνια λοιπόν πρέσβευα αυτές τις αρχές, τις εφάρμοσα και δεν μετάνιωσα».

– Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 που εσείς μπήκατε στον χώρο, μέχρι και σήμερα, πόσο έχει αλλάξει η δημοσιογραφική γλώσσα; Πιστεύετε ότι η νέα γενιά των εκπροσώπων του Τύπου χρησιμοποιεί διαφορετικούς κανόνες και ύφος;
Κατ’ αρχάς η γλώσσα εξελίσσεται διαρκώς. Όταν εγώ ξεκινούσα, στα κείμενα η καθαρεύουσα κυριαρχούσε. Σταδιακά περάσαμε στη δημοτική και αργότερα στο μονοτονικό, κάτι που αποτέλεσε μεγάλη αλλαγή για τον τρόπο που γράφαμε. Αν μιλήσουμε καθαρά για την ποιότητα του λόγου, και τότε κάναμε λάθη, κυρίως στα τριτόκλιτα ή σε απαιτητικές γραμματικές δομές. Ωστόσο, υπήρχε μια μεγαλύτερη προσήλωση στη σωστή χρήση της γλώσσας. Προσέχαμε πολύ τι γράφαμε, ιδίως στις εφημερίδες, γιατί ξέραμε ότι ο διορθωτής ή ο αρχισυντάκτης δεν θα μας χαριζόταν· αν έκανες λάθος, στο επεσήμαιναν αμέσως. Θέλαμε να είμαστε άψογοι.
Βέβαια, και τότε χρησιμοποιούσαμε δημοσιογραφικά κλισέ, όπως συμβαίνει και σήμερα. Όμως υπήρχε μια συνείδηση ότι ο γραπτός λόγος έπρεπε να είναι καθαρός, ακριβής και επεξεργασμένος. Στον δε προφορικό λόγο το φαινόμενο των «μαργαριταριών» υπήρχε πάντα, αλλά σήμερα βλέπουμε δυστυχώς περισσότερα – ίσως γιατί τα νέα παιδιά που αποφοιτούν από τις σχολές δημοσιογραφίας δεν απασχολούνται ιδιαίτερα στις εφημερίδες όπου έχεις τον χρόνο να «χτενίσεις» και να επεξεργαστείς το κείμενο. Οι περισσότεροι θέλουν κατευθείαν να απασχοληθούν στην τηλεόραση ή στα ηλεκτρονικά μέσα.
Και κάτι ακόμα, εμείς διαβάζαμε ασταμάτητα ό,τι έπεφτε στο χέρι μας: εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία, τα πάντα. Το πρώτο πράγμα που κάναμε όταν μπαίναμε στο γραφείο ήταν να δούμε τι έγραφαν οι υπόλοιποι συνάδελφοι στα άλλα έντυπα. Έτσι μαθαίναμε. Αυτή η καθημερινή τριβή με τον λόγο ήταν που μας έκανε καλύτερους. Σήμερα αυτό έχει σε μεγάλο βαθμό χαθεί. Και αυτό αντικατοπτρίζεται, δυστυχώς, και στη γλώσσα.

– Πιστεύετε ότι, όσο πλησιάζουμε προς το 2040, η εμπιστοσύνη του κοινού προς τα μέσα ενημέρωσης θα ενισχυθεί ή θα συνεχίσει να φθίνει;
Η εμπιστοσύνη του κόσμου προς τα ΜΜΕ, δυστυχώς, δεν βρίσκεται στο επίπεδο που ήταν παλαιότερα και αυτό δεν είναι τυχαίο· έχουμε κι εμείς ευθύνη γι’ αυτό. Ως δημοσιογράφοι δεν είμαστε πάντοτε όσο αντικειμενικοί και δίκαιοι θα έπρεπε, είτε λόγω πίεσης χρόνου, είτε λόγω της γραμμής που ακολουθεί το μέσο, είτε επειδή κάποιες φορές παρασυρόμαστε από την ανάγκη να «τρέξουμε» γρήγορα να μεταδώσουμε μια είδηση για να μην την προλάβει ο ανταγωνισμός και μπορεί να υποπίπτουμε σε λάθη. Η ακρίβεια όμως και η σοβαρότητα δεν μπορούν να θυσιάζονται στον βωμό της ταχύτητας.
Δεν είμαι αισιόδοξος ότι μέχρι το 2040 τα πράγματα θα βελτιωθούν· αντιθέτως, είμαι αρκετά προβληματισμένος. Το τοπίο της ενημέρωσης αλλάζει ραγδαία, η παραπληροφόρηση διογκώνεται, τα social media λειτουργούν σαν «μεγάφωνο» ανεξακρίβωτων ειδήσεων και πολλοί πολίτες δεν έχουν ούτε τον χρόνο, ούτε τα εργαλεία για να φιλτράρουν τι είναι αληθινό και τι όχι.
Και υπάρχει κι ένα ακόμη σοβαρό ζήτημα: στα sites βλέπουμε ολοένα και λιγότερα ενυπόγραφα κείμενα. Αυτό αποτελεί πλήγμα για την αξιοπιστία των μέσων. Όταν ο συντάκτης δεν βάζει το όνομά του κάτω από όσα γράφει, όταν δεν αναλαμβάνει προσωπικά την ευθύνη της πληροφορίας και όσων γράφει, τότε ο αναγνώστης δεν μπορεί να γνωρίζει ποιος του μιλάει, ποια είναι η πηγή, ποιος έχει την ευθύνη. Η ανωνυμία καλλιεργεί την καχυποψία και αποδυναμώνει συνολικά το κύρος του Τύπου. Η εμπιστοσύνη του κοινού κερδίζεται με συνέπεια, εντιμότητα και διαφάνεια. Αν δεν επενδύσουμε ξανά στη σοβαρή, τεκμηριωμένη, υπογεγραμμένη δημοσιογραφία, φοβάμαι πως η απόσταση ανάμεσα στον πολίτη και τα ΜΜΕ θα μεγαλώνει όσο πλησιάζουμε στο 2040, αντί να μικραίνει.
– Αν βάζαμε ένα μήνυμα σε μια χρονοκάψουλα για να ανοιχτεί το 2040, τι θα γράφατε στον μελλοντικό σας εαυτό;
«Αγαπητέ μου εαυτέ, να θυμάσαι πάντα γιατί αγάπησες τη δημοσιογραφία και εργάστηκες για αυτή με ζήλο. Συνέχισε να εκτιμάς την αλήθεια και να σέβεσαι τη δύναμη που έχει η πληροφορία, όπου κι αν βρίσκεσαι, όποιοι κι αν είναι οι καιροί».