Για εξάλειψη των κύριων αιτιών της κρίσης στην Ελλάδα μίλησε ο Γιάννης Στουρνάρας, τονίζοντας και ότι εφόσον οι διαρθρωτικές αλλαγές συνεχιστούν το μέλλον θα είναι… πιο αισιόδοξο.

Ο υπουργός Οικονομικών βρέθηκε στην ετήσια Υπουργική Σύνοδο του ΟΟΣΑ, στο Παρίσι, τονίζοντας ότι «οι δύο κύριες αιτίες της κρίσης, που είναι τα δίδυμα ελλείμματα – δηλαδή το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών-πλέον έχουν εξαλειφθεί. Το 2009 ήταν γύρω στο 15% του ΑΕΠ και τώρα έχουν σχεδόν μηδενιστεί» και πρόσθεσε: «Η ανταγωνιστικότητα έχει βελτιωθεί μετά από μια περίοδο τεσσάρων ετών επίπονων προσπαθειών για δημοσιονομική προσαρμογή και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αν δείτε, εξάλλου, τις προβλέψεις στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που εκδόθηκε τις προάλλες, και τις προβλέψεις του ΟΟΣΑ, διαπιστώνεται τεράστια βελτίωση- ίσως η πιο εντυπωσιακή στην ιστορία του Οργανισμού- τόσο σε επίπεδο δημοσιονομικού ελλείμματος όσο και στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και την ανταγωνιστικότητα».

Βέβαια, επέμεινε στη συνέχιση των διαθρωτικών αλλαγών. «Αν και οι δημοσιονομικές προσπάθειες και οι διαρθρωτικές αλλαγές συνεχίζονται, μπορούμε να δούμε το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία, παρά το γεγονός ότι η προσαρμογή επετεύχθη με τεράστιο κοινωνικο-οικονομικό κόστος, με αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας και τη μείωση των διαθέσιμων εισοδημάτων κατά περίπου 30%», ανέφερε.

Στάθηκε όμως και στην πρόοδο που έχει επιτευχθεί, λέγοντας ότι «η Ελλάδα, ήδη, αργά και προσεκτικά επιστρέφει στις αγορές, είτε για τη κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών του κράτους, είτε για την ανακεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών, είτε μέσω μεγάλων επιχειρήσεων». «Η χώρα στηριζόμενη στα επιτεύγματα των τελευταίων τεσσάρων ετών χαράσσει τώρα την αναπτυξιακή στρατηγική της», πρόσθεσε, ενώ απένειμε τα εύσημα και στον ΟΟΣΑ: «Τώρα που η ελληνική οικονομία εξέρχεται από την κρίση, επιδιώκουμε να μεγιστοποιήσουμε τα οφέλη των συνεργειών με τους εταίρους μας, μέσω μιας νέας εξωστρεφούς αναπτυξιακής στρατηγικής για τη χώρα. Ο ΟΟΣΑ μας βοηθά στη χάραξη αυτή της στρατηγικής».
Παραδέχθηκε όμως, πως «οι πρόσφατες θετικές οικονομικές εξελίξεις και οι μερική πρόσβαση στις αγορές δεν λύνει το πρόβλημα χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας. Η προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων, κυρίως από το εξωτερικό με τη μορφή επενδύσεων, παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του νέου αναπτυξιακού προτύπου… Είναι ανάγκη να δημιουργήσουμε νέα χρηματοδοτικά εργαλεία για την υποστήριξη τόσο των, ήδη, υπαρχουσών επιχειρήσεων, αλλά και των startups από νέους επιχειρηματίες, σε τομείς της σύγχρονης τεχνολογίας, αλλά και παραδοσιακούς, της ελληνικής οικονομίας».

Εξήγησε ότι «η μετάβαση στο νέο αναπτυξιακό μοντέλο αντιμετωπίζει δύο εμπόδια: Το πρώτο είναι η έλλειψη ρευστότητας, κυρίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις… Το δεύτερο εμπόδιο είναι το ύψος του ελλείμματος, που είναι κληροδότημα του παρελθόντος. Τα δύο αίτια τους χρέους, που είναι τα δίδυμα ελλείμματα έχουν αντιμετωπιστεί. Το παρελθόν, όμως, μένει». Γι’ αυτό και «η προσπάθεια ανάκαμψης θα διευκολυνόταν σε μεγάλο βαθμό αν οι αγορές θεωρούσαν ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, στην απόφαση του Eurogroup, του Νοεμβρίου 2012, οι εταίροι διατυπώνουν τη δέσμευσή τους, ότι εφόσον επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα, τότε θα λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για τη βιωσιμότητα του χρέους».

Τέλος, τόνισε ότι «η Eurostat επιβεβαίωσε τον Απρίλιο ότι η Ελλάδα πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα και το Eurogroup, τη Δευτέρα, επαναβεβαίωσε τους σαφείς όρους την προηγούμενης απόφαση. Η συζήτηση για το ελληνικό χρέος θα γίνει μετά την επόμενη αξιολόγηση της τρόικας και τα stress test των τραπεζών από την ΕΚΤ».