Μια ημέρα πριν την ανακοίνωση της ύφεσης που εμφάνισε η ελληνική οικονομίας στο δεύτερο τρίμηνο το έτους, η Ελλάδα βρίσκεται ξανά στις αγορές.

Η νέα έξοδος μέσα στις επόμενες ώρες γίνεται με επέκταση της διάρκειας (re-opening) του υφιστάμενου 10ετούς ομόλογου το οποίο είχε εκδοθεί τον περασμένο Ιούνιο με κουπόνι 1,5% και λήξη στις 18 Ιουνίου του 2030. Στόχος είναι η άντληση 1,5 – 2 δισ. ευρώ. Τα στοιχεία για την πορεία του ΑΕΠ στο δεύτερο φετινό τρίμηνο αναμένεται να ανακοινωθούν αύριο Πέμπτη από την ΕΛΣΤΑΤ  με τις εκτιμήσεις να κάνουν λόγο ότι το κοντέρ θα δείξει συρρίκνωση του ΑΕΠ στα επίπεδα του 16%. Η μεγάλη ζημιά στο δεύτερο τρίμηνο έχει γίνει από την καραντίνα.

Το «λουκέτο» στην οικονομία για ολόκληρο το Απρίλιο και το μεγαλύτερο τμήμα του Μαΐου αλλά και το γεγονός ότι ουσιαστικά δεν λειτούργησε καθόλου ο τουρισμός μέσα στον Ιούνιο, θα αποτυπωθεί σε σειρά επιμέρους δεικτών.

Το οικονομικό επιτελείο εμμένει στην αρχική του πρόβλεψη για ύφεση 8% το 2020 αλλά τα μηνύματα που έρχονται από κλάδους όπως ο τουρισμός και η εστίαση δείχνουν απώλειες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες παραπέμποντας σε βαθύτερη ύφεση. Στο τουρισμό οι εισπράξεις κινούνται μόλις στο 20% του 2019 ενώ η αρχική απαισιόδοξη εκτίμηση τοποθετούσε στο πήχη στο 40%, και στην εστίαση σε μέσα επίπεδα η τρύπα στα έσοδα κυμαίνεται στο 50%.

Με δεδομένο ότι η έξαρση της πανδημίας ανεβάζει το λογαριασμό για το δημόσιο καθώς εκτιμάται ότι θα χρειασθούν πρόσθετες παρεμβάσεις τουλάχιστον 4 δισ. ευρώ για τη στήριξη της οικονομίας το οικονομικό επιτελείο αποφάσισε την νέα έξοδο στις αγορές για να  ενισχύσει τη χρηματοδοτική δύναμη πυρός και τη ρευστότητα του δημοσίου χωρίς να «ξεφουσκώσει» το μαξιλάρι των ταμειακών διαθεσίμων το οποίο ανέρχεται σήμερα στα 34 – 35 δισ. ευρώ.

Παράλληλα ο ΟΔΔΗΧ συνεχίζει τις εκδόσεις των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου που επανήλθαν στο ύψος των 13 δισ. ευρώ. προκειμένου να κρατά γεμάτα τα ταμεία με χαμηλό κόστος δανεισμού καθώς τα επιτόκια στα έντοκα κινούνται στο μηδέν.

Στόχος είναι το ταμειακό απόθεμα να παραμείνει στο τέλος του έτους σε επίπεδα υψηλότερα των 30 δισ. ευρώ, αλλά αυτό θα εξαρτηθεί από την πορεία των δημοσίων εσόδων και της εισροής πόρων από τα ευρωπαϊκά ταμεία.