Την ώρα, που το βασικό ζητούμενο για τη χώρα, μετά από πέντε και πλέον χρόνια μέσα στην κρίση και σε καθεστώς μνημονίων, είναι η τάχιστη προώθηση των μεταρρυθμίσεων και των ιδιωτικοποιήσεων, ώστε και η Ελλάδα να είναι συνεπείς στις δεσμεύσεις της και να δοθεί το κατάλληλο σήμα προς τους επενδυτές, για να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και να επιστρέψουμε ταχύτερα στην ανάπτυξη, τα προβλήματα, που καταγράφονται σε καίριας σημασίας αποκρατικοποιήσεις, όπως αυτή του ΟΛΠ, μόνο αυτούς τους στόχους δεν εξυπηρετούν.

Η διένεξη της διοίκησης του ΤΑΙΠΕΔ -που είναι και υπεύθυνο για να προχωρήσει η διαδικασία-, με την ηγεσία του υπουργείου Ναυτιλίας -η οποία επιθυμεί αλλαγή των όρων- καθυστερεί ξανά και σημαντικά την ολοκλήρωση της ιδιωτικοποίησης.

Το Ταμείο επαναλαμβάνει διαρκώς την αρνητική του τοποθέτηση στην παραχώρηση έκτασης από τον ΟΛΠ στους δήμους, στην περιοχή της Δραπετσώνας, όπως ζητά ο υπουργός Ναυτιλίας, Θεόδωρος Δρίτσας. Πρόκειται -σύμφωνα με έμπειρους παρατηρητές και καλά γνωρίζοντες τη διαδικασία- για το μοναδικό σημείο, όπου μπορεί να αναπτυχθούν σύγχρονες εγκαταστάσεις ελλιμενισμού για την ακτοπλοΐα.

Σε κάθε περίπτωση, πέραν του γεγονότος ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα σήμαινε την αναζήτηση άλλου σημείου στην Αττική για αυτό το τμήμα του λιμανιού, οι ίδιες πηγές επισημαίνουν ότι η αλλαγή των παραχωρούμενων εκτάσεων στον ΟΛΠ είναι ιδιαίτερα δύσκολη και ριψοκίνδυνη κίνηση για τους εξής λόγους:

  • Ο ΟΛΠ αποτελεί επιχείρηση εισηγμένη στο Χρηματιστήριο, και -πέραν του πλειοψηφικού πακέτου του Ελληνικού Δημοσίου- έχει και ιδιώτες μετόχους. Ουδείς μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο αυτοί να επιλέξουν τη νομική οδό εναντίον σε ενδεχόμενη τέτοια απόφαση, επικαλούμενοι ζημία.
  • Αν απορριφθεί η εισήγηση του ΤΑΙΠΕΔ, πάνω στην οποία βασίζεται και το ενδιαφέρον των ξένων για το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, και αλλάξουν οι όροι, τότε και οι ενδιαφερόμενοι θα πιέσουν για χαμηλότερο τίμημα.
  • Δεν πρέπει, άλλωστε, να ξεχνάμε ότι πρόκειται για ιδιωτικοποίηση, η οποία περιλαμβάνεται στο τρίτο μνημόνιο, που έχει συμφωνήσει και υπογράψει η Ελλάδα με τους δανειστές της και με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα.  Η διαρκής καθυστέρηση στην υλοποίησή της, πέραν του πλήγματος στην αξιοπιστία της χώρας, πηγαίνει πίσω και την είσπραξη του τιμήματος, καθώς και τις επενδύσεις, ύψους 100 εκατομμυρίων ευρώ, που θα πρέπει να κάνουν οι επενδυτές.  Κι αυτό, γιατί, από τη στιγμή που οι ενδιαφερόμενοι θα παραλάβουν το οριστικό σχέδιο για τη σύμβαση παραχώρησης, χρειάζονται -στην καλύτερη περίπτωση- δύο μήνες για να υποβάλουν τις προσφορές τους. Συνεπώς, η διαδικασία κινδυνεύει να μετατεθεί για το νέο έτος.

Οι τελικές αποφάσεις αναμένονται από την κυβέρνηση την επόμενη εβδομάδα.