Παρά την οικονομική ανάκαμψη των τελευταίων ετών, η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται σημαντικά πίσω σε επίπεδα παραγωγικότητας σε σύγκριση με την προ κρίσης περίοδο.

Όπως προκύπτει από την ετήσια έρευνα του ΚΕΦΙΜ, οι δείκτες παραγωγικότητας δεν έχουν επιστρέψει στα επίπεδα του 2009, γεγονός που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και τη συγκρατημένη πορεία των εισοδημάτων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 2024 η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας ήταν περίπου 14% χαμηλότερη από το 2009, ενώ η παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο βρέθηκε ακόμη πιο πίσω, κατά περίπου 18%. Η Ελλάδα αποτελεί την εξαίρεση ανάμεσα στις χώρες που βρέθηκαν στο επίκεντρο της κρίσης, καθώς καμία από τις δύο βασικές μετρήσεις δεν έχει επανέλθει στο επίπεδο βάσης.

Η υποχώρηση της παραγωγικότητας ανά εργαζόμενο υπήρξε ιδιαίτερα έντονη στα πρώτα χρόνια της κρίσης, με τον δείκτη να πέφτει από τις 96,9 μονάδες το 2010 στις 83,3 το 2014 και να αγγίζει το ιστορικά χαμηλό επίπεδο των 76,9 μονάδων το 2020, στη διάρκεια της πανδημίας. Παρόμοια εικόνα εμφανίζεται και στην παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας, η οποία μειώθηκε σταθερά μέχρι το 2015 και έκτοτε παραμένει στάσιμη, κυμαινόμενη μεταξύ 85 και 88 μονάδων.

Σε επίπεδο κλάδων, οι επιδόσεις διαφέρουν αισθητά. Ο πρωτογενής τομέας παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις, η βιομηχανία έχει σχεδόν επανέλθει στο προ κρίσης επίπεδο, ενώ οι κατασκευές έχουν δεχθεί τις μεγαλύτερες πιέσεις, φτάνοντας το 2014 στις 51,97 μονάδες. Χαμηλές παραμένουν οι επιδόσεις σε εμπόριο–μεταφορές–εστίαση και στον κλάδο της ενημέρωσης–επικοινωνίας, σε αντίθεση με τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, οι οποίες είναι ο μοναδικός τομέας με σαφή υπέρβαση των δεικτών του 2009 (107,08 μονάδες το 2024).

Ένα βασικό συμπέρασμα της έρευνας αφορά τη διαφορά ανάμεσα στους εμπορεύσιμους και μη εμπορεύσιμους κλάδους της οικονομίας. Ο πρωτογενής τομέας και η βιομηχανία εμφάνισαν μικρότερη πτώση, καθώς οι εξαγωγές λειτουργούν ως «μαξιλάρι» για τις τιμές και την παραγωγικότητα. Αντίθετα, στους κλάδους που δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στην εσωτερική αγορά –όπως οι κατασκευές, το λιανεμπόριο, η ενημέρωση και οι υπηρεσίες– η παραγωγικότητα μειώθηκε κυρίως λόγω της πτώσης των τιμών στη διάρκεια της κρίσης.

Σημαντικές διαφορές εντοπίζονται και ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης. Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (1–9 εργαζόμενοι) παραμένουν οι λιγότερο παραγωγικές, ενώ οι μεγαλύτερες εμφανίζουν σταθερά υψηλότερες επιδόσεις. Η απόσταση μεταξύ των δύο κατηγοριών όχι μόνο δεν περιορίστηκε τα τελευταία χρόνια, αλλά σε ορισμένες χρονικές περιόδους διευρύνθηκε, περιορίζοντας τη δυνατότητα σύγκλισης της Ελλάδας με τα ευρωπαϊκά επίπεδα παραγωγικότητας.

Σε ό,τι αφορά τη συνεισφορά των κλάδων στο ΑΕΠ, η Ελλάδα εμφανίζει χαμηλές επιδόσεις σε κατασκευές, ενημέρωση–επικοινωνία και επαγγελματικές/διοικητικές υπηρεσίες, αλλά υψηλότερες στον πρωτογενή τομέα, στις δραστηριότητες ακινήτων και ειδικά στο εμπόριο, τις μεταφορές, τη διαμονή και την εστίαση. Σε αυτούς τους τομείς, το μερίδιο στο ΑΕΠ παραμένει σημαντικά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Από το 2019 έως το 2024 παρατηρείται μια σταδιακή ενίσχυση των υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας και της μεταποίησης, ωστόσο η μετατόπιση παραμένει περιορισμένη. Η ελληνική οικονομία δείχνει σημάδια αναδιάρθρωσης, αλλά η παραγωγικότητα εξακολουθεί να απέχει σημαντικά από τα επίπεδα του 2009 – ένα κενό που λειτουργεί ανασταλτικά για τη διατηρήσιμη αύξηση των εισοδημάτων και την ευρύτερη οικονομική σύγκλιση.