Διχασμένοι εμφανίζονται οι Έλληνες επιχειρηματίες σχετικά με το πόσο θα βοηθούσε την ελληνική οικονομία μια μείωση αμοιβών εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, πράγμα που ως γνωστόν θεωρούν απαραίτητο τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Από τη μια πλευρά, οι βασικότεροι θεσμικοί εκπρόσωποι των εργοδοτών έχουν δηλώσει επιφυλακτικοί σε ό,τι αφορά μια γενική μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα. Για παράδειγμα ο πρόεδρος του ΣΕΒ θεωρεί ότι στο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, το εργατικό κόστος δεν είναι ο βασικότερος παράγοντας.

Επιφυλακτική στάση έχει κρατήσει και ο πρόεδρος της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου κ. Βασίλης Κορκίδης, αλλά και μια σειρά παραγόντων από το χώρο του εμπορίου, καθώς πιστεύουν ότι οι μειωμένοι μισθοί θα οδηγήσουν την επόμενη μέρα και σε μικρότερη ζήτηση στις βιτρίνες των καταστημάτων, άρα σε νέα βαθύτερη ύφεση.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν πολλοί επιχειρηματίες που υποστηρίζουν ότι το κόστος εργασίας θα πρέπει να μειωθεί. Ενδεικτική είναι η θέση του προέδρου του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων Κλωστοϋφαντουργών κ. Ελευθέριου Κούρταλη, ο οποίος θεωρεί ως θετική εξέλιξη τις διατάξεις του νέου νόμου για τα εργασιακά και καλεί επιπρόσθετα την κυβέρνηση να επιδοτήσει ένα ποσοστό των εργοδοτικών εισφορών στον κλωστοϋφαντουργικό κλάδο, προκειμένου να διατηρηθεί στη ζωή μια δραστηριότητα που διατηρεί 80.000 θέσεις εργασίας (κυρίως στην περιφέρεια) συμβάλλει το μέγιστα στις εξαγωγές και επιδρά θετικά στην ανάπτυξη του αγροτικού εισοδήματος.

Ο κ. Ευριπίδης Δοντάς, πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχάνων Θεσσαλίας και Κεντρικής Ελλάδος έχει θέσει ευθέως το ερώτημα του τι οικονομία θέλουμε, υποστηρίζοντας ότι θα πρέπει να ακολουθηθούν πολιτικές για τη στήριξη της παραγωγής και των εξαγωγών, γιατί δεν γίνεται σε μια οικονομία να υπάρχουν μόνο καταναλωτές και κανένας παραγωγός.

Ο κ. Δοντάς επίσης επισημαίνει ότι κατά την τελευταία δεκαετία, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα έχει ανεβεί πολύ περισσότερο σε σχέση με αυτό της Ευρώπης και ειδικότερα της Γερμανίας.

Ο διευθύνων σύμβουλος της (κερδοφόρας) ΝΕΟΓΑΛ, Χριστόφορος Σεβαστίδης, έχει δηλώσει δημοσίως ότι θα πρέπει οι μισθοί να μειωθούν μέσα στα επόμενα χρόνια, αν θέλουμε να διατηρηθούν οι υπάρχουσες θέσεις εργασίας, συμπληρώνοντας ότι αν η Ελλάδα βρισκόταν εκτός ευρώ, για να διέθετε ανταγωνιστική οικονομία θα έπρεπε να είχε προχωρήσει σε δύο τουλάχιστον υποτιμήσεις του εθνικού της νομίσματος.

Στην ίδια «γραμμή» βρίσκεται και η Credit Suisse, η οποία σε πρόσφατη έκθεση μιλά για την ανάγκη μείωσης των μισθών στις χώρες του «Ευρωπαϊκού Νότου». Συγκεκριμένα, ο διεθνής Οίκος αναφέρει ότι «Πιστεύουμε ότι θα πρέπει να γίνει μια απότομη πτώση στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στις χώρες αυτές.

Με την υπόθεση ότι οι μισθοί στη Γερμανία θα αυξηθούν κατά 2,5% μέσα στην επόμενη πενταετία, υπολογίζουμε ότι η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία χρειάζεται να ρίξουν τους μισθούς τους κατά 7%, 3% και 2% αντίστοιχα, προκειμένου να επαναφέρουν την ανταγωνιστικότητά τους απέναντι στη Γερμανία στα προ δεκαετίας επίπεδα».

Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν την άποψη του κ. Ευριπίδη Δοντά, με την Credit Suisse να υποστηρίζει ότι κατά τη δεκαετία 2000-2010, το κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος αυξήθηκε κατά 38% στην Ελλάδα, κατά 32% σε Ιταλία και Πορτογαλία, κατά 31% στην Ισπανία και κατά μόλις 6% στη Γερμανία!

Πέραν αυτού, οι περισσότεροι εγχώριοι οικονομικοί παράγοντες (βλέπε πχ προτεινόμενο μοντέλο της Eurobank) θεωρούν ότι το μέλλον της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να συνεχίζει να βασίζεται στην οικοδομή και στην κατανάλωση μέσω δανείων, αλλά στον αγροτικό τομέα, στις υποδομές, στην παραγωγή και στον τουρισμό.

Και κάποιοι παράγοντες των κλάδων αυτών θεωρούν ότι για να προχωρήσει το συγκεκριμένο μοντέλο θα πρέπει οι παραπάνω δραστηριότητες να χρηματοδοτηθούν απρόσκοπτα από τις τράπεζες και να αντιμετωπίσουν χαμηλότερο κόστος, με τη λογική ότι είναι προτιμότερο κάποιος να επιδοτεί την εργασία, παρά την ανεργία…

Οι εξαγωγές και οι επιδοτήσεις

Οι εργοδότες που δεν θα επιθυμούσαν μειώσεις αποδοχών για τους εργαζόμενους, υποστηρίζουν ότι με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η εργασιακή ειρήνη, ενώ αναφέρουν ως απόδειξη για την ύπαρξη ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων αποτελεί το ότι οι εξαγωγές εμφανίστηκαν αρκετά αυξημένες μέσα στο 2010, παρά το γεγονός ότι δεν είχαμε μαζικές μειώσεις στο επίπεδο μισθών του ιδιωτικό τομέα.

Η άποψη όμως αυτή προκαλεί πολλές αντιδράσεις μέσα στον επιχειρηματικό κόσμο: «Είναι μεν αλήθεια ότι οι εξαγωγές είναι αυξημένες, αλλά αυτό γίνεται γιατί πολλές ελληνικές επιχειρήσεις πουλάνε στο εξωτερικό με «σκοτωμένες» τιμές, προκειμένου να ρευστοποιήσουν τα αποθέματά τους που δεν μπορούν να πουλήσουν στην ελληνική αγορά λόγω της οικονομικής κρίσης. Πολλές από τις πωλήσεις στο εξωτερικό, γίνονται με ζημία, προκειμένου να αντληθεί ρευστότητα για τις επιχειρήσεις» δήλωσε στο Euro2day.gr, βασικός μέτοχος εισηγμένης εταιρείας, που θέλει όμως να διατηρήσει την ανωνυμία του.

Γενικότερα πάντως, ολοένα και περισσότεροι εργοδότες φαίνεται να πιστεύουν ότι, τουλάχιστον σε ορισμένους κλάδους, οι μειώσεις μισθών είναι αναπόφευκτες. «Όταν η ζήτηση μειώνεται κατά 50% μέσα σε δύο μόλις χρόνια, πώς αλλιώς είναι δυνατόν να επιβιώσει ένας κλάδος» αναρωτιέται διευθύνων σύμβουλος εισηγμένης εμπορικής εταιρείας, ο οποίος προσθέτει: «Θα πρέπει να γίνει η αντίστροφη διαδικασία από αυτή που έγινε όταν είχε εισαχθεί το ευρώ.

Τότε, όταν πολλές επιχειρήσεις είχαν εκμεταλλευτεί τη συγκυρία και είχαν ανεβάσει παράλογα τις τιμές, παρατηρήθηκε μια σταδιακή αύξηση σε όλες τις κατηγορίες κόστους, από τις τιμές των προμηθευτών, έως τα ενοίκια και τους μισθούς. Σήμερα, θα πρέπει να γίνει η ακριβώς αντίστροφη διαδικασία. Θα πρέπει να μειωθεί το κόστος των προμηθευτών, των μισθών και των ενοικίων και με τη σειρά τους οι επιχειρήσεις να ρίξουν τις τιμές τους σε χαμηλότερα επίπεδα, όσο φυσικά επιτρέπει κάτι τέτοιο η επιβολή ολοένα και μεγαλύτερων έμμεσων φόρων από την κυβέρνηση».

Δεν είναι λίγες επίσης οι εταιρείες που έχουν ψαλιδίσει το κόστος εργασίας «δια της πλαγίας οδού» (πχ μέσα από απολύσεις και επαναπροσλήψεις με πολύ χαμηλότερο μισθό), ενώ δεν λείπουν και εκείνες που επιλέγουν τα κίνητρα του θεσμικού πλαισίου για διατήρηση σταθερού αριθμού εργαζομένων.

Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της εισηγμένης εταιρείας CPI, η οποία –σύμφωνα με δήλωση του προέδρου της, Χρήστου Παπαθάνου- έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα επιδότησης των εργοδοτικών εισφορών, έχοντας δεσμευθεί ότι δεν θα μειώσει μελλοντικά τον αριθμό των εργαζομένων στην εταιρεία.

Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να συνεκτιμηθούν και οι αναμενόμενες αντιδράσεις που θα προκύψουν από τους εργαζόμενους, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ήδη έχουν παρατηρηθεί έντονες περικοπές στις πραγματικές αποδοχές τους κατά την τελευταία διετία, τόσο από εταιρείες που επλήγησαν από την κρίση, όσο και από επιχειρήσεις που… προφασίστηκαν την κρίση.

Πηγή: euro2day.gr