Μετά την εξαιρετική αποδοχή του από το κοινό πέρυσι «Ο Μουνής» της Λένας Κιτσοπούλου συνεχίζει τις παραστάσεις για δεύτερη χρονιά στο θέατρο OLVIO, με την ίδια επιτυχία. Και όχι τυχαία, αφού πρόκειται για ένα έργο που «ξεγυμνώνει» τις διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής επαρχίας με την αλληγορική, διεισδυτική ματιά της Λένας Κιτσοπούλου, σε σκηνοθεσία Νατάσας Παπαμιχαήλ.
Ωστόσο, επειδή όσοι δεν έχετε προλάβει να δείτε – να το κάνετε – την παράσταση, ενδεχομένως να έχετε απορίες του τύπου: ποιος είναι αυτός ο «Μουνής» με το παράξενο όνομα, γιατί όλοι μιλάνε για το έργο αυτό της Κιτσοπούλου και ποιες είναι οι παθογένειες που «ξεγυμνώνει» με την ιδιαίτερη γραφή της, η πρωταγωνίστρια Χαρά Τσιτομενέα, μίλησε στο Newsbeast και μας απάντησε σε όλα, σε μια ενδιαφέρουσα κουβέντα που είχαμε μαζί της.
– Είμαι σίγουρη ότι έχετε ακούσει διάφορα σχόλια για το όνομα της παράστασης. Τελικά, ποιος είναι ο «Μουνής» της Κιτσοπούλου και πώς σχετίζεται με την υπόθεση του έργου;
Και έχουμε ακούσει και έχουμε διαβάσει… δεν φαντάζεστε πόσα! Και το αστείο είναι πως αυτό έχει συμβεί από ανθρώπους, που δεν έχουν δει την παράσταση, δεν ξέρουν καν τι πραγματεύεται. Ωστόσο, το πιο αστείο για μένα, είναι η απόρριψη που έχουμε δεχτεί από συναδέλφους σας, λόγω του τίτλου. Αρχικά, ο Μουνής είναι ένα παρατσούκλι, όπως υπάρχουν σε όλους τους τόπους. Μην ξεχνάμε, πως πολλά επώνυμα, έχουν μείνει από παρατσούκλια. Ο Μουνής, είναι επίσης και η υπόθεση του έργου και μπορεί να φαίνεται σαν ένα πρόσωπο του χωριού, αλλά μπορεί να είναι μια ιδέα, μια αφορμή, μια συνήθεια, κάτι που αιωρείται πάνω από την κοινωνία μας και μας δίνει πάντα αφορμή για κουτσομπολιό.
– Ο δικός σας ο ρόλος στην παράσταση ποιος είναι;
Έχω την χαρά, να υποδύομαι δυο εντελώς διαφορετικούς ρόλους, κόντρα μεταξύ τους αλλά και σε μένα. Την παπαδιά του χωριού, που λόγω θέσης είναι στο απυρόβλητο και τη Νίτσα, την πέτρα του σκανδάλου, που κάνει τα ΠΑΝΤΑ για να γίνουν όλα όπως «πρέπει», με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα.
– Πώς είναι να πρωταγωνιστείτε σε ένα έργο της Λένας Κιτσοπούλου; Τι είναι αυτό που θαυμάζετε περισσότερο στη γραφή της;
Για μένα είναι δώρο. Είχα ανάγκη να «γειωθώ» θεατρικά την περίοδο που μου πρότεινε η Νατάσσα να συνεργαστούμε. Κι όσο κι αν ακούγεται μαζοχιστικό, με εξιτάρει που υπάρχει τόση αντίδραση, από τον τίτλο ακόμα. Δείχνει πως κάτι κινείται, κάτι πονεμένο ακουμπά. Αυτό που μου αρέσει είναι η ωμότητα της και το θάρρος της να γράφει την πραγματικότητα χωρίς αιδώ ή φόβο για το «τι θα πει ο κόσμος». Χωρίς αυτό, για μένα, δεν μπορείς να κάνεις τέχνη. Χαλινάρι στην έμπνευση δεν χωράει. Στο θέατρο μου αρέσει πολύ ο ρεαλιστικός λόγος κι ας είναι σκληρός πολλές φορές. Στον καθημερινό λόγο, έχεις την ευκαιρία να πειραματίζεσαι σε ό,τι αφορά τον τρόπο που λέγονται τα πράγματα, ως την τελευταία παράσταση, χωρίς να έχεις τον φόβο πως θα χαλάσει το κείμενο. Όπως και στη ζωή, δεν υπάρχει ένας τρόπος να νευριάσεις, να στεναχωρηθείς, να χαρείς. Οπότε μένουν πάντα ζωντανές οι δράσεις αλλά κι οι αντιδράσεις επί σκηνής, με την ασφάλεια του πλαισίου που έχει δώσει ο σκηνοθέτης πάντα.

– Η υπόθεση του έργου τοποθετείται σε ένα κομμωτήριο στην επαρχία της δεκαετίας του ’80. Έχει αλλάξει κάτι από τότε μέχρι σήμερα; Και ποιες ήταν οι παθογένειες εκείνης της εποχής που παραμένουν διαχρονικές;
Οι παθογένειες λέγονται έτσι, γιατί είναι διαχρονικές δυστυχώς. Εγώ δεν βλέπω να έχουν αλλάξει ιδιαίτερα. Μπορεί να έχουν αλλάξει οι αφορμές, ο τρόπος που τις αναγνωρίζεις, ο τρόπος που τις αντιμετωπίζουμε πια αλλά φοβάμαι πως είναι πιο κεκαλυμμένες, πιο λουσάτες και πιο επικίνδυνες. Οι μεγαλύτερες παθογένειες, είναι η υποκρισία, η έλλειψη καλλιέργειας και κάτι που…δεν ξέρω…ίσως τελικά να είναι περασμένο στο DNA μας και νομίζουμε πως αξίζουμε να βρισκόμαστε «χαμηλά» και να υποφέρουμε. Να «θρέφουμε το πονοσώμα μας». Και προσωπικά αλλά και σαν κοινωνία.
– Και αυτές αφορούν μόνο την επαρχία; Η Αθήνα δεν είναι και αυτή κατά κάποιο τρόπο μια «κλειστή κοινωνία» με παθογένειες; Ένας μικρόκοσμος;
Φυσικά. Ας μην ξεχνάμε πως η Αθήνα δεν έχει Αθηναίους. Ως επί το πλείστον, κατοικείται από ανθρώπους που είναι από επαρχία. Οπότε, εδώ έχουμε συνονθύλευμα παθογενειών, από όλα τα μέρη της Ελλάδας. Πάρ’ το αυγό και κούρευ’ το δηλαδή! (γέλια)
– Εσείς δεν ξέρω, έχετε ζήσει στην επαρχία; Έχετε αυτή την εμπειρία της κλειστής κοινωνίας και του «τι θα πει το χωριό» που μας μεγάλωσαν με αυτόν τον τρόπο και μας κυνηγάει μέχρι και σήμερα;
Αχ… ψήστε καφέ να σας τα πω! Είμαι από τους λίγους βέρους Αθηναίους. Τέσσερις γενιές Αθήνα. Και δεν έχω μεγαλώσει έτσι κι αλλιώς, με το «τι θα πει ο κόσμος». Ίσα ίσα, που οι γονείς μου με μεγάλωσαν καλλιεργώντας μου την «αυταξία», οπότε αντιτίθεμαι και πολύ σαν άνθρωπος, όταν το συναντώ. Το παρατηρώ όμως όλη μου τη ζωή, λόγω της διαστροφής του επαγγέλματος. Έχω ρουφήξει ότι έχω δει στη ζωή μου, καλό ή κακό, από περιέργεια. Και το «τι θα πει ο κόσμος», υπάρχει παντού, απλά στα χωριά διογκώνεται και είναι πιο συχνό, γιατί και ο κόσμος είναι περιορισμένος και συγκεκριμένος και τα ερεθίσματα, γυρίζουν πάντα γύρω από τους ίδιους σχεδόν ανθρώπους.

– Αλήθεια, γιατί πιστεύετε ότι δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε στερεότυπα και «σύνδρομα»; Και γιατί ενώ απεχθανόμαστε συμπεριφορές, δύσκολα ξεφεύγουμε από αυτές;
Μπορεί να σας ακουστεί υπερβολή, αλλά δεν πιστεύω πως τα απεχθανόμαστε και τόσο τελικά. Γιατί αν συνέβαινε αυτό, θα τα είχαμε αποτινάξει από πάνω μας προ πολλού. Η συνήθεια, είναι ο χειρότερος εχθρός, το γνώριμο, αυτό που τουλάχιστον ξέρεις τι σου κάνει και πώς να το χειριστείς. Έστω κι αν σε «αργοσκοτώνει». Αυτό με τον βάτραχο και το καυτό νερό το ξέρετε; Αν ρίξεις έναν βάτραχο σε καυτό νερό, θα πηδήξει κατευθείαν έξω από την κατσαρόλα. Αν τον βάλεις στο κρύο κι αρχίσει να βράζει, θα πεθάνει γιατί συνήθισε σιγά σιγά το ζεστό και δεν κατάλαβε πως θα πεθάνει! Αυτό συμβαίνει και με τους ανθρώπους, σε όλων των ειδών τις σχέσεις. Μάθαμε να ντρεπόμαστε, να έχουμε την ανάγκη να ταιριάζουμε, να ανήκουμε απαραίτητα σε κατηγορίες, λες και μπορούμε να είμαστε όλοι ίδιοι. Και η λέξη ελευθερία, φαντάζει τρομακτική, ενώ είναι η μόνη διέξοδος.
– Ο Μουνής παρουσιάζεται ως «ένας σιωπηλός παρατηρητής μιας κοινωνίας, που γνωρίζει τα πάντα αλλά σιωπά». Αυτή τη σιωπή του πώς τη βλέπουμε επί σκηνής;
Με σιωπή! Χαχαχα. Πέρα από την πλάκα, ο Μουνής επιλέγει τη σιωπή για δυο λόγους- κατά την γνώμη μου. Πρώτον, γιατί όπως προείπα, μπορεί να μην είναι καν φυσικό πρόσωπο, οπότε δημιουργείται και μια αλληγορία στον θεατή και δεύτερον, γιατί το όφελος από τη σιωπή, είναι μεγαλύτερο από το να έπαιρνε θέση. Με το να παρατηρεί τους πάντες και τα πάντα, του μένει πιο πολύ χρόνος να αποτυπώνει ότι βλέπει αλλά και ότι αφουγκράζεται σε χαρτί, να ζωγραφίζει με κάθε λεπτομέρεια ό,τι έχει συμβεί στο χωριό κι ας μην ήταν παρών. Είναι κάτι σαν «οι ειδήσεις του χωριού». Γιατί δεν είναι απών. Και στο καφενείο πάει και γυρίζει στο χωριό… απλά είναι σιωπηλός!
– Αν ο Μουνής ήταν στο σήμερα, θα ήταν πάλι σιωπηλός; Και αν ναι, πώς θα εξέφραζε τώρα τη σιωπή του;
Μμμ δεν το είχα σκεφτεί αυτό! Νομίζω πως ο Μουνής σήμερα, θα ήταν και σιωπηλός και επικίνδυνος. Αν είχε τα μέσα που έχουμε σήμερα κι όχι απλά χαρτί και μολύβι, θα την είχαμε άσχημα! Αν και τώρα που το σκέφτομαι, ο Μουνής είναι παντού στις μέρες μας.

– Η παράσταση συνδυάζει στοιχεία κωμωδίας και τραγωδίας. Πώς είναι για έναν ηθοποιό αυτή η έντονη εναλλαγή συναισθημάτων επί σκηνής; Και πώς παρατηρείτε να την εισπράττει και το κοινό.
Δύσκολο, κουραστικό, αλλά και λυτρωτικό συνάμα. Για μένα είναι η προσωποποίηση του «δεν υπάρχει γάμος χωρίς κλάμα και κηδεία χωρίς γέλιο». Κωμωδία δεν είναι σε καμία περίπτωση, απλά η Νατάσα το έχει κεντήσει τόσο μαγικά, ώστε δεν προλαβαίνεις να καταλάβεις για πότε εναλλάσσονται οι καταστάσεις κι αυτό που σου δημιουργούν. Όπως και στη ζωή. Αν δεν είσαι ψυλλιασμένος για το τι θα δεις κι έχεις έρθει μόνο από περιέργεια για τον τίτλο, τρως κάτι καλά χαστούκια. Αν κάπως είσαι «παιδεμένος» ή ανοιχτός, φεύγεις με ανάμεικτα και δυνατά συναισθήματα. Όλα είναι καλοδεχούμενα για μένα. Αυτή είναι και η μαγεία του θεάτρου. Δεν έχει έναν συγκεκριμένο στόχο και δεν υπάρχει λάθος συναίσθημα. Ανάλογα πιο κομμάτι του εαυτού σου αγγίζει κάθε φορά.
– Πώς θα χαρακτηρίζατε την εμπειρία σας συμμετέχοντας στη συγκεκριμένη παράσταση; Υπάρχει κάτι που να σας έχει επηρεάσει περισσότερο;
Και σαν ηθοποιός και σαν άνθρωπος είμαι ευγνώμων για την συγκεκριμένη συνεργασία. Έσκαψα τόσο βαθιά, χρησιμοποιώντας κάθε καταγραφή είχα μέσα μου, έτσι ώστε να μπορέσω να αποδώσω τους χαρακτήρες που υποδύομαι, να βρω την αλήθεια μέσα από τις συμπεριφορές τους. Κι ας τις μισούσα αυτές τις συμπεριφορές! Επίσης, νοιώθω τυχερή και για τους συγκεκριμένους συναδέλφους. Αν δεν τους είχα, δεν θα είχα βγάλει το ίδιο αποτέλεσμα. Είμαστε ένα επί σκηνής κι αυτό το καταλαβαίνουν όλοι. Αυτό που με έχει επηρεάσει, είναι πως τελικά όλες αυτές οι «υπερβολές» του κειμένου, δεν είναι τελικά και τόσο υπερβολές. Κι αυτό το κατάλαβα κι από τον κόσμο που έρχεται και είναι από κάποιο χωριό. Βλέπει επί σκηνής ανθρώπους του τόπου του. Μας περιγράφουν σκηνικά, που σκεφτόμαστε να προτείνουμε στη Λένα να γράψει «ο Μουνής, the sequel», γιατί ο δικός μας Μουνής, μοιάζει λίγος μπροστά σε αυτά που ακούμε.
– Τη σκηνοθεσία υπογράφει η Νατάσα Παπαμιχαήλ. Διάβαζα τις προάλλες ένα θέμα για τις ανισότητες που υπάρχουν στο Χόλιγουντ και πόσο μικρός είναι ο αριθμός των γυναικών που σκηνοθετούν έναντι των ανδρών. Στην Ελλάδα πώς είναι τα πράγματα; Δίνονται ευκαιρίες στις γυναίκες;
Το ό,τι είναι κάπου αναρτημένο κάτι τέτοιο είναι μια απόδειξη, πως οι παθογένειες είναι εδώ ακόμα, παρούσες και θρασείς. Δεν γνωρίζω αν απορρίπτουν τις γυναίκες ή οι ίδιες δεν επιλέγουν την σκηνοθεσία, το ίδιο συχνά με τους άντρες αλλά όπως σε πολλά επαγγέλματα, το να είσαι γυναίκα, σημαίνει πως πρέπει πολλές φορές να πασχίσεις διπλά για να αποδείξεις το αυτονόητο. Πως το ταλέντο για κάτι, δεν έχει φύλο! Ποτέ δεν είχε. Οι κοινωνίες βάζουν τους περιορισμούς. Για το Χόλιγουντ δεν γνωρίζω, δεν με έχουν ζητήσει ακόμα! Η Νατάσα είναι συγκινητικό πλάσμα, με όραμα και πίστη. Έχει μέσα της τόση αγάπη, που γίνεται ανεξάντλητη δημιουργός. Κόντρα στις παθογένειες λοιπόν, δεν μπορεί παρά να λάμπει. Κι όποιος αντέχει!
– Ο Μουνής πάντως, είναι φεμινιστής, ως προς τις δημιουργούς.
Αυτό ας το αφήσουμε να αιωρείται… μπορεί ναι… μπορεί και όχι.

Λίγα λόγια για το έργο
Γλέντια, φωνές, τραγούδια, κλαρίνα και μαχαίρια, ανεκπλήρωτοι έρωτες και απραγματοποίητα όνειρα, παρελαύνουν σε ένα κομμωτήριο στην ελληνική επαρχία. Τα κουτσομπολιά πάνε κι έρχονται όπως τα ρόλεϊ στα κεφάλια των γυναικών που ανελέητα κρίνουν και κατακρίνουν τους πάντες και τα πάντα. Μια νεαρή κοπέλα -ξεφυλλίζοντας περιοδικά- ελπίζει να έρθει η μέρα που θα μπει και η ίδια σε μια σελίδα σ’ αυτό.
Στο καφενείο, άντρες με κομπολόγια στα χέρια διαδίδουν νέα κι ένα μικρό αγόρι ονειρεύεται…
Οι ζωές των άλλων μπαίνουν στο μικροσκόπιο για να ξορκίσουν αμαρτίες. Οι ανθρώπινοι χαρακτήρες σε ρόλους κωμικοτραγικούς, τόσο βίαιους όσο και τρυφερούς. Το παραμύθι του έρωτα, του θανάτου αλλά και μια βίαια δομημένη κοινωνία, μέσα από τις ζωγραφιές πάνω σ’ ένα τραπεζομάντιλο καφενείου.
Και ο Μουνής, σα σκιάχτρο σε χωράφι, στέκει εκεί, σύμβολο της ύπαρξής του, σταθερό, αινιγματικό, σιωπηλός παρατηρητής μιας κοινωνίας που ξέρει τα πάντα, αλλά δε λέει τίποτα.
Συντελεστές
Κείμενο: Λένα Κιτσοπούλου
Σκηνοθεσία – Θεατρική διασκευή: Νατάσα Παπαμιχαήλ
Πρωτότυπη μουσική σύνθεση – επιμέλεια: Βασίλης Τζαβάρας
Ερμηνεύουν (αλφαβητικά): Καλλιόπη Καραμάνη, Ηλέκτρα Κομνηνίδου, Γιώργος Ντούσης, Γιάννης Οικονομίδης, Χαρά Τσιτομενέα
Παραστάσεις: Κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 19:00
Διάρκεια: 80 λεπτά χωρίς διάλειμμα
Η παράσταση είναι κατάλληλη άνω των 12 ετών
Προπώληση: more.com
Θέατρο OLVIO
Ιερά Οδός 67 & Φαλαισίας 7, Βοτανικός
τηλ: 210 34 14 118