Η εγχώρια κινηματογραφία, τόσο ως τέχνη όσο και ως εμπορική δραστηριότητα, χαρακτηριζόταν ανέκαθεν από ανατροπές και τρικλοποδιές.

Την ώρα που οι περισσότεροι ευρωπαϊκοί κινηματογράφοι ανθούσαν, οι έλληνες δημιουργοί πάλευαν μόνοι με πενιχρές χρηματοδοτήσεις και ιδεολογικο-πολιτικά τερτίπια, προσπαθώντας να πουν τις ιστορίες τους όσο καλύτερα γινόταν.

Ο ελληνικός κινηματογράφος, που ξεκίνησε ουσιαστικά το 1914 με τη βουκολική «Γκόλφω», διψούσε για αναγνώριση και εξωστρέφεια, αν και το μόνο που φαινόταν να βρίσκει ήταν το μεράκι μιας χούφτας σκηνοθετών και το άπλετο ταλέντο προσώπων όπως του Λογοθετίδη, του Αυλωνίτη και των άλλων ιερών τεράτων του τόπου μας.

Οι πρώτες ριπές ανάτασης δεν θα έρχονταν παρά στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, όταν ο επονομαζόμενος «νέος ελληνικός κινηματογράφος» ανέλαβε την ιερή υποχρέωση να βγάλει το σινεμά από το τέλμα του και μια σειρά δημιουργοί, όπως ο Μιχάλης Κακογιάννης, ο Νίκος Κούνδουρος και ο Αλέξης Δαμιανός, του χάρισαν μια πραγματική καλλιτεχνική αναγέννηση.

Το momentum ανακόπηκε αναμφίβολα το 1967, όταν η Χούντα έβαλε και το ελληνικό σινεμά στον πάγο, ανατρέποντας το σύστημα των στούντιο που είχε ήδη καθιερωθεί. Ο κινηματογράφος μας άλλαζε όμως ταυτόχρονα με την ελληνική κοινωνία, βγαίνοντας ολοένα και πιο έξω, σε πείσμα των καιρών.

Σήμερα έχουμε την πολυτέλεια να κοιτάμε προς τα πίσω και να αριθμούμε αξέχαστες στιγμές του ελληνικού πανιού, καθώς πολλά «διαμαντάκια» ξεπήδησαν στους χαλεπούς καιρούς.

Και το ευτύχημα εδώ είναι πως έχουμε πολλά και τόσο διαφορετικά μεταξύ τους να επιδείξουμε, από την ανεπανάληπτη «Στέλλα» (1955) του Κακογιάννη και τη μοναδική «Ευδοκία» (1971) του Αλέξη Δαμιανού μέχρι την αριστουργηματική «Αναπαράσταση» (1970) του Θόδωρου Αγγελόπουλου, «Τα Χρώματα της Ίριδος» (1974) του Νίκου Παναγιωτόπουλου, την «Καρκαλού» (1984) του Σταύρου Τορνέ και το πάντα ιδιαίτερο «Προξενιό της Άννας» (1972) του Παντελή Βούλγαρη.

Ποιος να ξεχάσει επίσης «Τη φωτογραφία» (1986) του Νίκου Παπατάκη, τη «Γλυκιά συμμορία» (1983) του Νίκου Νικολαΐδη, την «Εαρινή σύναξις των αγροφυλάκων» (1999) του Δήμου Αβδελιώτη, τους «Απέναντι» (1981) του Γιώργου Πανουσόπουλου, τους «Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» (1978) του Νίκου Παναγιωτόπουλου, τη «Λούφα και παραλλαγή» (1984) του Νίκου Περάκη, τον «Λευτέρη Δημακόπουλο» (1993) του Περικλή Χούρσογλου, τους «Απόντες» (1996) του Νίκου Γραμματικού, ακόμα και το εκρηκτικό «Σπιρτόκουτο» (2002) του Γιάννη Οικονομίδη ή την υπέροχη «Στρέλλα» (2009) του Πάνου Κούτρα;

Κι ενώ η λίστα θα μπορούσε να συνεχίσει κάλλιστα για πολύ ακόμα, οι παρακάτω πέντε μνημονεύονται ακόμα ως εμβληματικοί σταθμοί του ελληνικού σινεμά…

«Η κάλπικη λίρα» (1955)

Η πρώτη σπονδυλωτή ελληνική ταινία θα επιλεγεί από τον κορυφαίο θεωρητικό του κινηματογράφου Ζορζ Σαντούλ στις χίλιες καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, πριν τη συμπεριλάβει το 1985 και η Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) στις 10 καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών.

Το αψεγάδιαστο διαμαντάκι του Γιώργου Τζαβέλλα διαφήμισε το ελληνικό σινεμά στα πέρατα του κόσμου, σε μια εποχή που η εξωστρέφεια του εθνικού μας σινεμά φάνταζε όνειρο, ταξιδεύοντάς το στα μεγαλύτερα κινηματογραφικά φεστιβάλ του κόσμου (Κάννες, Βενετία, Κάρλοβι-Βάρι). Εμπορικός και καλλιτεχνικός θρίαμβος από τους λίγους, για μια ταινία που γυρίστηκε μάλιστα με πενταροδεκάρες…

«Ο δράκος» (1956)

Δυο χρόνια μετά την επίσης αριστουργηματική «Μαγική Πόλις» (1954), ο Νίκος Κούνδουρος ξεβόλεψε ξανά την ελληνική κοινωνία χαλώντας την κινηματογραφική ζαχαρένια της. Το πρώτο ελληνικό φιλμ νουάρ, όπως το αποκάλεσαν χαρακτηριστικά οι ξένοι κριτικοί κινηματογράφου, ανάγκασε το εγχώριο σινεμά να ενηλικιωθεί βιαίως, βάζοντας τον ολότελα αγνώριστο Ντίνο Ηλιόπουλο να στρώσει τα ίδια τα θεμέλια του νέου ελληνικού κινηματογράφου.

Ενός πραγματικού κινηματογράφου δηλαδή που δεν κατέφευγε στην ευκολία των δοκιμασμένων συνταγών και δεν ήθελε να χαϊδέψει κι άλλα αυτιά. Ενός άβολου, φορτικού και ενοχλητικού κινηματογράφου που καταστρατηγούσε τις εμπορικές νόρμες. Το είδος του σινεμά που αποκαλούμε έβδομη τέχνη με δυο λόγια. Από τις σοβαρότερες και δημοφιλέστερες υποψηφιότητες για καλύτερη ελληνική ταινία όλων των εποχών…

«Ο θίασος» (1975)

Η καλύτερη ελληνική ταινία για την ΠΕΚΚ παραμένει ένα οπτικό ποίημα στο οποίο υποτάχθηκε όλος ο πλανήτης, με σπουδαία βραβεία από τις Κάννες, το Βερολίνο, το Λονδίνο, τις Βρυξέλλες μέχρι και την Ιαπωνία, αλλά και «44η καλύτερη ταινία στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου» από τη Διεθνή Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου.

Από το πυκνό νοηματικά ιστορικό δοκίμιο του Θόδωρου Αγγελόπουλου παρελαύνει όλη η ταραγμένη πολιτική ιστορία του τόπου μας από το 1939-1952, με όχημα τις περιπέτειες ενός περιοδεύοντος θιάσου, εκεί που η προσωπική ιστορία μπλέκεται δηλαδή με τη συλλογική Ιστορία σε ένα αδιάρρηκτο όλον. Όσο για την περίτεχνη και περίπλοκη χρονολογική σειρά της ταινίας, αυτή δομείται με διαρκείς χρονικούς ελιγμούς και συνεχείς εναλλαγές εποχών, συχνά στο ίδιο κάδρο. Αριστούργημα και ως περιεχόμενο και ως φόρμα, μιας και τα 230 λεπτά του φιλμ αποτελούνται από μόλις 80 μονοπλάνα πολιτικού και ανθρώπινου δράματος…

«Ρεμπέτικο» (1983)

Μια από τις χαρακτηριστικότερες στιγμές του εγχώριου κινηματογράφου και αναμφίβολα η «ελληνικότερη» ταινία της λίστας μας (ακόμα πιο «ελληνική» και από τον «Αλέξη Ζορμπά» του Κακογιάννη δηλαδή), το σχεδόν εθνογραφικό αριστούργημα του Κώστα Φέρρη παρατηρεί με επιμονή την ελληνική κοινωνία να αλλάζει μεταξύ 1919-1955.

Το οδοιπορικό της ρεμπέτισσας Μαρίκας δεν είναι παρά το άρμα που μεταφέρει τα μεγάλα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα που σημάδεψαν τον τόπο μας, παραμένοντας πιστό στη σύγχρονη ιστορία του λαού μας. Πόλεμος και καταστροφή, ανατροπή της τάξης και κοινωνικές συγκρούσεις, όλα λουσμένα στους ήχους του ρεμπέτικου, την πηγή της εθνικής περηφάνειας καταμεσής του χάους και του δράματος. Ποτέ άλλοτε το ρεμπέτικο δεν σχολίασε τόσα πολλά και δεν υπενθύμισε ακόμα περισσότερα σε ένα έθνος, όντας αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχής του…

«Κυνόδοντας» (2009)

Υποδόρια βίαιος, ανατρεπτικός και εξόχως περίεργος, ο «Κυνόδοντας» έδωσε μια από τις μεγαλύτερες ωθήσεις στον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο, παραμένοντας το πιο προβεβλημένο δείγμα του περιβόητου «weird wave» του ελληνικού σινεμά. Στα όρια του σουρεαλισμού και της πρόκλησης, η σατιρική αλληγορία του Γιώργου Λάνθιμου αποδομεί την αγία ελληνική οικογένεια μέσα στους τέσσερις τοίχους μιας ρετρό κατοικίας.

Το σκοτεινό χιούμορ και το κοφτερό νυστέρι μπλέκονται μαεστρικά στο φιλμ που βραβεύτηκε στις Κάννες και έφτασε ως τις υποψηφιότητες για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, αποσπώντας αναρίθμητες ακόμα διακρίσεις στα κινηματογραφικά φεστιβάλ της οικουμένης. Αναμφίβολα μια από τις μεγαλύτερες καλλιτεχνικές επιτυχίες του ελληνικού σινεμά στα νεότερα χρόνια, παραμένει ένα ιδιότυπο δοκίμιο που συνεχίζει να διχάζει τους σινεφίλ…