Πιστεύω ότι ο Αλέξης Τσίπρας, ως πολιτικός αρχηγός αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα που θέλει να κυβερνήσει τον τόπο, είχαν να κερδίσουν περισσότερα εγκρίνοντας τη Συμφωνία με τη Γαλλία για αμοιβαία στρατιωτική συνδρομή. Όχι μόνον γιατί η εθνική συμπαράταξη σε ζητήματα άμυνας αποτελεί τον κανόνα για τα κόμματα εξουσίας.

Γράφει ο Μπάμπης Παπαδημητρίου*

Αλλά και γιατί η γαλλο-ελληνική σύμπραξη ξεπερνά το στρατιωτικό πεδίο. Αφορά στην καθιέρωση νέας αντίληψης εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου, με κύριο στόχο την υπεράσπιση των κοινών συνόρων της Ένωσης. Θέμα απολύτως πολιτικό. Το οποίο, όπως σχεδόν πάντοτε, θα χρειαστεί κάποια ειδική οικονομική προσέγγιση στα πλαίσια του δημοσιονομικού συμφώνου και, παρεπιπτόντως, διαχείρισης του δημόσιου χρέους.

Ας το δούμε κι αλλιώς. Τα σημαντικά ζητήματα, σε έναν κόσμο που κυριαρχεί η ρεάλ πολιτίκ, είτε τα αντιμετωπίζεις με κριτήριο κάποιο δόγμα, κατά τεκμήριο ηθικο-ιδεολογικό, είτε τα βάζεις στη ζυγαριά του συμφέροντος, εν προκειμένω του κρατικού συμφέροντος. Αν το είχε κάνει αυτό ο κ. Τσίπρας σίγουρα θα διαπίστωνε ότι οι αντιρρήσεις του ήσαν ελαφρές και βεβαίως θα υπερψήφιζε.

Με σημείο εκκίνησης τη θετική ψήφο, ευχερέστερα θα μπορούσε να κάνει τις ίδιες παρατηρήσεις που έκανε και βεβαίως να κρατήσει τις επιφυλάξεις που θεώρησε απαραίτητες. Θα σημείωνε ίσως και άλλες, όπως, για παράδειγμα, την απαίτηση ad hoc εξέτασης κάθε αιτήματος υποστήριξης γαλλικών επιχειρήσεων στην Υποσαχάρια. Ώστε να γίνει κατανοητή και στον διεθνή παράγοντα η δέσμευσή του περί επαναπροσδιορισμού του αμυντικού δόγματος και κριτικής υποστήριξης των μεγάλων όσο και απαραίτητων εθνικών πρωτοβουλιών.

Αποδεχόμενος επιπλέον ο επικεφαλής της μειοψηφίας την προτεραιότητα μιας αμυντικής συμφωνίας έναντι της τουρκικής απειλής θα ενίσχυε το (ορθό) επιχείρημα μεγαλύτερης και λεπτομερέστερης συμμετοχής του στην εξέταση κρίσιμων λεπτομερειών του εξοπλιστικού προγράμματος.

Επιλέγοντας την αντιπαράθεση στα αμυντικά ζητήματα, η οποία προφανώς καθίσταται σαρωτική, θα συμπεριλάβει δηλαδή και τις Belharra και τα Rafale, άρα πολωτική, ο ΣΥΡΙΖΑ αποσύρεται από το κέντρο ενδιαφέροντος των πολιτών και προτιμά να χουζουρεύει στην αγκαλιά εξτρεμιστικών, δήθεν αριστερών, αντιλήψεων.

Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι για τη συγκεκριμένη παράταξη, μια θετική προσέγγιση απαιτούσε ανυπόφορη (για τον ίδιο) εσωτερική αντιπαράθεση, ο ίδιος ο κ. Τσίπρας είχε περισσότερα να κερδίσει παρά να χάσει. Δείτε ένα παράδειγμα, που αποδεικνύει τη μεγάλη διαφορά όταν πρόκειται για αποφάσεις που ξεπερνούν την αποκόμιση κομματικού οφέλους. Το καλοκαίρι προς φθινόπωρο του 2015, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, στήριξε την επείγουσα διάσωση της εθνικής οικονομίας προσφέροντας, το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, συγκατάθεση στο Τρίτο Μνημόνιο. Παρά το προφανές κομματικό συμφέρον, αφού θα μπορούσε να ζητήσει σχηματισμό συνεργατικής κυβέρνησης, ακόμη και με άλλον πρωθυπουργό.

Σε κάθε περίπτωση, η απόρριψη θόλωσε όλα τα μηνύματα Τσίπρα, πλην ενός: ότι παραμένει, τελικά, οπαδός της ανιστόρητης στάσης που δέσμευε τους αριστερούς στην ψυχροπολεμική καταψήφιση συλλήβδην των στρατιωτικών δαπανών, δήθεν επειδή ενίσχυαν τελικά την προσπάθεια των νατοϊκών δυνάμεων, συμπιέζοντας και με αυτό τον τρόπο την επιρροή του σοβιετικού ενδιαφέροντος Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Εν ολίγοις, ο κ. Τσίπρας έχασε μια σπουδαία, και μάλλον «εύκολη», ευκαιρία να κάνει ένα άλμα προς τα εμπρός, να ξεφύγει από την αντιπολίτευση χαρακωμάτων και να ασχοληθεί με την, όπως υποστηρίζει, «δομική» αντιπαράθεσή του με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος, προφανώς, έχει κάθε λόγο να αισθάνεται δικαιωμένος όταν λέει πως ο αντίπαλός του παραμένει εκλογικά ολίγιστος.

Μπάμπης Παπαδημητρίου είναι δημοσιογράφος και βουλευτής (ΝΔ, Β3 Αθηνών)