Ο Καναδάς γίνεται έθνος ηλικιωμένων και νηπίων, σύμφωνα με τα δημογραφικά στατιστικά στοιχεία της απογραφής που διενεργήθηκε το 2011.

Τα στοιχεία της νέας απογραφής δείχνουν ότι ο Καναδάς έχει τώρα το υψηλότερο ποσοστό ηλικιωμένων από ποτέ. Η εξέλιξη αυτή έχει επιπτώσεις στην κοινωνία με εκτεταμένες συνέπειες για την υγεία, τη χρηματοδότηση, την πολιτική και τις οικογενειακές σχέσεις.

Την ίδια ώρα, οι τελευταίες πληροφορίες της απογραφής δείχνουν μια εκπληκτική άνοδο του 11% στις γεννήσεις παιδιών, μια άνοδο του αριθμού των νηπίων κάτω των πέντε ετών, εντελώς αντίθετη με μια δεκαετία πριν. Η τάση αυτή αναζωογονεί τις επαρχίες του Καναδά.

Γενικά, όμως, η απογραφή δείχνει με μεγάλη λεπτομέρεια αυτό που οι περισσότεροι πολίτες ενστικτωδώς γνωρίζουν ήδη: ο Καναδάς προχωράει σε γήρανση καθώς οι “μπέιμπι μπούμερς” ωριμάζουν, σύμφωνα με το ΑΠΕ.

Ο πληθυσμός των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών έχει φτάσει στα πέντε εκατομμύρια τα τελευταία πέντε χρόνια, αυξανόμενος κατά 14,1% από την τελευταία καταμέτρηση, σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία του Καναδά.

Είναι μια τάση που έχει δυναμική. Αυτό συμβαίνει επειδή οι σχεδόν ηλικιωμένοι (60-64 ετών) είναι η ομάδα που αυξήθηκε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ηλικιακή ομάδα. Ο αριθμός τους αυξήθηκε κατά 29,1% τα τελευταία πέντε χρόνια, προοιωνίζοντας την αύξηση των ηλικιωμένων.

Είναι η τελευταία ομάδα των “μπέμπι μπούμερς”, που περιλαμβάνει έναν στους τρεις Καναδούς και έχει διαγράψει την πορεία του Καναδά επί δεκαετίες.

Οι νέοι, από την άλλη πλευρά, είναι μια γενιά σε στασιμότητα-παρά την αύξηση των νηπίων. Η ηλικιακή ομάδα κάτω των 15 ετών μετά βίας μεγαλώνει με ρυθμό αύξησης μόνο κατά 0,5% τα τελευταία πέντε χρόνια.

Παιδιά κάτω των 15 ετών αποτελούν μόλις το 16,7% του πληθυσμού σήμερα, ενώ οι ηλικιωμένοι βρίσκονται σε υψηλό ρεκόρ του 14,8% και πολλαπλασιάζονται.

Σε τέσσερα χρόνια ο Καναδάς θα φτάσει στο οριακό σημείο να έχει περισσότερους ηλικιωμένους από παιδιά.
Η μέση ηλικία στον Καναδά είναι τώρα 40,6 έτη , η μεγαλύτερη από ποτέ, καθώς πριν από πέντε χρόνια ήταν 39,5, και 33,5 πριν από δύο δεκαετίες.