Για δεκαετίες, η Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργούσε με μια άγραφη συμφωνία: η Γερμανία διαχειριζόταν τα οικονομικά, ενώ η Γαλλία τον στρατό. Τώρα, οι ισορροπίες φαίνεται να αλλάζουν.

Καθώς, η Γερμανία επιδιώκει να γίνει η κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη της Ευρώπης, η πολιτική ισορροπία μετατοπίζεται. Στη Γαλλία υπάρχει ένας αγώνας για να παραμείνει σημαντική, ενώ στην Πολωνία η επανεξοπλιστική πορεία της Γερμανίας ξυπνά παλιά φαντάσματα, δημιουργώντας την αίσθηση ότι μια συμμαχία Βερολίνου-Βαρσοβίας μπορεί να είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να κρατηθεί η Ρωσία σε απόσταση.

«Όπου κι αν πηγαίνω στον κόσμο, από τα Βαλτικά κράτη μέχρι την Ασία, οι άνθρωποι ζητούν από τη Γερμανία να αναλάβει περισσότερες ευθύνες», δήλωσε ο Χριστόφ Σμιτ, Γερμανός βουλευτής των Σοσιαλδημοκρατών στην επιτροπή Άμυνας της Bundestag. «Η προσδοκία είναι ότι η Γερμανία θα αναλάβει επιτέλους δράση και θα αντιστοιχίσει το οικονομικό της βάρος με στρατιωτική ισχύ», τονίζει.

Η Γερμανία, με τον μεγαλύτερο στρατό της Ευρώπης, εξοπλισμένο με σύγχρονα άρματα, πυραύλους και αεροσκάφη, απέχει πολύ από την αμφιλεγόμενη Bundeswehr, που είχε κακή ηθική και παρωχημένο εξοπλισμό. Η στρατιωτική αυτή ισχύς συνδέεται με την πολιτική και οικονομική δύναμη, και η Ευρώπη θα πρέπει να προσαρμοστεί σε μια κυρίαρχη Γερμανία.

Μέχρι το 2029, η Γερμανία αναμένεται να ξοδεύει 153 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως για την άμυνα, περίπου 3,5% του ΑΕΠ, την πιο φιλόδοξη στρατιωτική επέκταση της χώρας από την επανένωση. Η Γαλλία, συγκριτικά, σχεδιάζει να φτάσει τα 80 δισεκατομμύρια ευρώ έως το 2030.

Η Πολωνία προγραμματίζει φέτος να δαπανήσει 186 δισεκατομμύρια ζλότι (44 δισεκατομμύρια ευρώ) για την άμυνα, ποσοστό 4,7% του ΑΕΠ, το υψηλότερο στο ΝΑΤΟ, με στόχο να αποκτήσει έναν από τους μεγαλύτερους και καλύτερα εξοπλισμένους στρατούς στην Ευρώπη.

Οι δημοσιονομικές πραγματικότητες επίσης αλλάζουν. Με το Παρίσι να αγωνίζεται με χρέος άνω του 110% του ΑΕΠ και έλλειμμα άνω του 5%, η δανειοληπτική ικανότητα του Βερολίνου τού προσφέρει μια ελευθερία που οι γείτονές του μπορούν μόνο να ζηλεύουν. Η Πολωνία επίσης αγωνίζεται να κρατήσει τις δημόσιες δαπάνες υπό έλεγχο, οι οποίες επιδεινώνονται από την έκρηξη των αμυντικών δαπανών.

Ένας αξιωματούχος της ΕΕ χαρακτήρισε την αλλαγή στο στρατιωτικό δυναμικό της Γερμανίας «γιγαντιαία». Ένας άλλος διπλωμάτης ήταν πιο άμεσος: «Είναι το πιο σημαντικό γεγονός αυτή τη στιγμή σε επίπεδο ΕΕ».

Για τους διπλωμάτες της Ευρώπης, η άνοδος αυτή εγείρει περισσότερα από δημοσιονομικά ερωτήματα. Αμφισβητεί την αφήγηση που η ΕΕ έχει δημιουργήσει εδώ και καιρό για το ποιος διατηρεί την ασφάλειά της. Το ερώτημα αυτό κυριαρχεί στις Βρυξέλλες, όπου οι αξιωματούχοι διερωτώνται πόσο «ευρωπαϊκή» θα είναι η ανάπτυξη της Γερμανίας.

Μεσήστια σημαία Γαλλία

Το Βερολίνο προτιμά εγχώριους προμηθευτές

Ένα στοιχείο της απάντησης βρίσκεται στις αγορές εξοπλισμών. Το Βερολίνο παραμένει προστατευτικό απέναντι στα εθνικά προνόμια στην άμυνα. Έχει αντισταθεί στην ενίσχυση του ρόλου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις αγορές όπλων και σκοπεύει να βασιστεί κυρίως σε εθνικά πλαίσια, συμπεριλαμβανομένου ενός νέου νόμου για τις προμήθειες που θα κάνει συστηματική χρήση του άρθρου 346 της Συνθήκης της ΕΕ.

Η προσέγγιση «πρώτα η Γερμανία» είναι ήδη ορατή. Εσωτερικά έγγραφα προμηθειών που «είδε» το Politico, δείχνουν ότι το Βερολίνο προετοιμάζεται να προωθήσει 83 δισεκατομμύρια ευρώ σε στρατιωτικές συμβάσεις μέσω της Bundestag έως το τέλος του 2026, ένα άνευ προηγουμένου άλμα που καλύπτει όλα τα όπλα, από άρματα και φρεγάτες μέχρι drones, δορυφόρους και ραντάρ.

Πίσω από αυτή την πρώτη φάση βρίσκεται μια πολύ μεγαλύτερη λίστα επιθυμιών της Bundeswehr ύψους 377 δισεκατομμυρίων ευρώ, που καλύπτει περισσότερα από 320 νέα προγράμματα σε όλους τους στρατιωτικούς τομείς.

Εντυπωσιακό είναι ότι λιγότερο από το 10% των νέων συμβάσεων θα πάει σε Αμερικανούς προμηθευτές, αντιστρέφοντας μια δεκαετία στην οποία το Βερολίνο ήταν από τους κορυφαίους πελάτες των ΗΠΑ. Το υπόλοιπο σχεδόν όλο θα παραμείνει στην Ευρώπη, κυρίως με τη γερμανική αμυντική βιομηχανία.

Η ανησυχία στο Παρίσι

Η μετατόπιση αυτή γίνεται αισθητή στο Παρίσι, όπου η επανεξοπλιστική πορεία της Γερμανίας αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό και ανησυχία.

«Στη Γαλλία, ο αμυντικός μηχανισμός είναι στο επίκεντρο του συστήματος», είπε ένας αξιωματούχος της ΕΕ. «Η διαφορά με το Βερολίνο είναι ότι στη Γαλλία κάθε αξιωματούχος είναι τελικά ένας αμυντικός αξιωματούχος», συμπλήρωσε.

Παρά τις προσπάθειες του προέδρου, Εμανουέλ Μακρόν, από το 2017 να βελτιώσει τις γαλλογερμανικές σχέσεις, η δυσπιστία προς το Βερολίνο παραμένει βαθιά ριζωμένη στους κύκλους άμυνας της Γαλλίας. Ορισμένοι αξιωματούχοι θεωρούν ότι η συνεργασία θα είναι δύσκολη, καθώς η Γερμανία θα είναι εξαιρετικά κυρίαρχη και η ανησυχία επικεντρώνεται στην ικανότητα του καγκελάριου, Φρίντριχ Μερτς, να καλύψει τα κενά προσωπικού της Bundeswehr.

Η οικονομική και βιομηχανική δύναμη της Γερμανίας προκαλεί εξίσου ανησυχία. Όπως αστειεύτηκαν, «δεν θα χρειαστεί να εισβάλουν στην Αλσατία και τη Μοζέλη. Απλώς μπορούν να τα αγοράσουν».

Η συνεργασία στο πρόγραμμα νέας γενιάς μαχητικού αεροσκάφους, το Future Combat Air System (FCAS), έχει εντείνει την ανησυχία στο Παρίσι, καθώς καθυστερήσεις και διαμάχες για το ποια χώρα θα αναλάβει μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς δοκιμάζουν τη γαλλογερμανική συνεργασία. Οι γερμανικές προτάσεις για πιθανή συνεργασία με Σουηδία ή Ηνωμένο Βασίλειο ή για προώθηση μόνο με την Ισπανία προκαλούν επιπλέον ένταση.

Η Πολωνία δείχνει προσοχή και ρεαλισμό

Στη Βαρσοβία, η επανεξοπλιστική πορεία της Γερμανίας θεωρείται αναγκαία και καθυστερημένη. Ο Μάρεκ Μαγιερόφσκι, πρώην πρέσβης της Πολωνίας στο Ισραήλ και τις ΗΠΑ, δήλωσε ότι η Πολωνία είναι πρότυπο στον στρατιωτικό τομέα και ότι η Γερμανία πρέπει να συμβαδίσει με τους εταίρους της στο ΝΑΤΟ.

Ωστόσο, το παρελθόν δημιουργεί προσεκτική στάση. Ο Πάβελ Ζαλέφσκι, αναπληρωτής υπουργός Άμυνας της Πολωνίας, τόνισε ότι η σύνδεση οικονομικής δύναμης και στρατιωτικής ισχύος της Γερμανίας πάντα προκαλούσε ανησυχίες, ειδικά καθώς η Πολωνία έχει τον μεγαλύτερο χερσαίο στρατό στην Ευρώπη. Η αύξηση της στρατιωτικής ισχύος της Γερμανίας θεωρείται φυσική απάντηση στην ενδεχόμενη μείωση της αμερικανικής παρουσίας στην Ευρώπη.

Η ανάμνηση της οικονομικής εξάρτησης από τη Ρωσία, επί Άνγκελα Μέρκελ, και η προσοχή στο ενδεχόμενο επιστροφής στις παλιές πολιτικές σχέσεις μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία παραμένουν έντονες, ειδικά εντός του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), το οποίο θεωρείται φιλικό προς τον Πούτιν.

Μετατόπιση του κέντρου βάρους στην Ευρώπη

Συνολικά, η ταχεία ανάπτυξη της Γερμανίας και οι αντιδράσεις των εταίρων της δείχνουν ότι το κέντρο βάρους της Ευρώπης μετατοπίζεται προς τα ανατολικά. Η οικονομική δύναμη της Γερμανίας μετατρέπεται σε στρατιωτικοβιομηχανική, ενώ η Γαλλία βασίζεται στον πυρηνικό της ρόλο και η Πολωνία ενισχύεται ως συμβατική δύναμη στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.

Στις Βρυξέλλες, αυτή η αναδιάταξη δοκιμάζει την ΕΕ: θα μπορέσει η Ένωση να κατευθύνει αυτή την ώθηση σε κοινές δομές ή θα εμβαθύνει τη διάσπαση της άμυνας; Προς το παρόν, η ανάπτυξη της Γερμανίας θεωρείται περισσότερο επιστροφή στην ευθύνη παρά προσπάθεια κυριαρχίας. Ακόμα και οι υποστηρικτές παραδέχονται ότι η κλίμακα της αλλαγής είναι δύσκολα κατανοητή.

«Μπορεί να είναι τρομακτικό, χωρίς αμφιβολία, αλλά η Γερμανία έχει συμμαχίες. Είναι στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ και πολλά μπορούν να συμβούν στο μεταξύ», είπε ένας διπλωμάτης της ΕΕ.