Όπως χιλιάδες άλλοι στην Κίνα, οι μέρες του Χου Ανιάν κυλούσαν μέσα στο πλαίσιο της περιστασιακής απασχόλησης, καθώς μετακινούνταν από τη μία επισφαλή εργασία στην άλλη, συχνά παγιδευμένος σε ένα εξαντλητικό πρόγραμμα τύπου «996» – από τις 9 το πρωί έως τις 9 το βράδυ, έξι ημέρες την εβδομάδα.
Αν και ο ίδιος δεν είναι «φίλος» των online αγορών, όταν εργάστηκε για μήνες ως ταχυμεταφορέας στο Πεκίνο, ανακάλυψε από πρώτο χέρι πως για πάρα πολλούς ανθρώπους οι διαδικτυακές αγορές είναι πλέον τρόπος ζωής. Λίγο αργότερα, βρέθηκε να παραδίδει δέματα σε ένα τεράστιο εργοτάξιο. Οι παραδόσεις δεν ήταν πολλές -συνήθως 10 με 20 την ημέρα-, αλλά το να φτάσουν στα χέρια των παραληπτών τους αποδεικνυόταν συχνά δύσκολο.
Για παράδειγμα, δεν μπορούσε να συντονιστεί εύκολα με τον οδηγό γερανού. Όποτε έφτανε ο Χου, εκείνος βρισκόταν ήδη στον αέρα. Του ζητούσε να επιστρέψει την επόμενη μέρα, αλλά και τότε βρισκόταν και πάλι στον γερανό, στον ουρανό.
«Τελικά», γράφει ο Χου στα απομνημονεύματά του «Παραδίδω δέματα στο Πεκίνο» -που κυκλοφορούν για πρώτη φορά στα αγγλικά αυτόν τον μήνα– «χρειάστηκαν αρκετές επισκέψεις για να καταφέρω να του παραδώσω το δέμα».
Η ζωή του διανομέα
Ως κούριερ, ο Χου εργαζόταν υπό αυστηρή πίεση χρόνου: έπρεπε να κάνει μία παράδοση κάθε τέσσερα λεπτά για να μην έχει οικονομικές απώλειες. Η πληρωμή του ήταν 1,6 γιουάν ανά δέμα – περίπου 0,19 ευρώ-, αλλά η εργασία ήταν πολύ πιο απαιτητική από ό,τι για έναν ταχυμεταφορέα στην Ευρώπη.
Κάποιες φορές, οι πελάτες δοκίμαζαν τα προϊόντα επιτόπου και, αν δεν τα ήθελαν, τα ξανασυσκεύαζαν μπροστά του. Ο Χου έπρεπε να περιμένει. Επιπλέον, σε κάθε περίπτωση χαμένου ή ελλιπούς δέματος, η αποζημίωση έβγαινε από τη δική του τσέπη.
Σύντομα συνειδητοποίησε πως «αν ένα λεπτό άξιζε 0,5 γιουάν, τότε η ούρηση κόστιζε 1 γιουάν». Το μεσημεριανό διάλειμμα, υπολόγισε, απαιτούσε 20 λεπτά, δηλαδή 10 γιουάν. «Ουσιαστικά, παρέλειπα πολλά γεύματα», θυμάται στα απομνημονεύματά του. «Επίσης, σχεδόν δεν έπινα νερό τα πρωινά, για να μειώσω τη συχνότητα των διαλειμμάτων για την τουαλέτα».

Σε μια βιντεοκλήση από το διαμέρισμά του στο Τσενγκντού -την πρωτεύουσα της επαρχίας Σετσουάν, στη νοτιοδυτική Κίνα- ο Χου εξηγεί στην εφημερίδα Guardian: «Όποια δουλειά κι αν έκανα, δεν κατάφερνα τίποτα και δεν μπορούσα να την κρατήσω για καιρό. Ύστερα απλώς προσπαθούσα να ξεπεράσω τον πόνο, κάτι που με έκανε να αμφισβητώ την αυτοεκτίμησή μου».
Ένα «πλούσιο» βιογραφικό
Ο Χου εργάστηκε πουλώντας ποδήλατα σε κατάστημα στη Σαγκάη, ακολουθώντας το καθιερωμένο πρόγραμμα βάρδιας 996 της Κίνας -από τις 9 το πρωί έως τις 9 το βράδυ, έξι ημέρες την εβδομάδα- αν και, στην πράξη, το κατάστημα συχνά έκλεινε -αργότερα. Ο μηνιαίος του μισθός ήταν 3.000 γιουάν (περίπου 361,50 ευρώ).
Δούλεψε επίσης στη νυχτερινή βάρδια ενός εργοστασίου logistics στην Γκουανγκντόνγκ, στη νότια Κίνα, ξεπακετάροντας και ξανασυσκευάζοντας δέματα από τις 7 το βράδυ έως τις 7 το πρωί, με μόλις μισή ώρα διάλειμμα για δείπνο. Στη ζέστη του εργοστασίου έπινε έως και τρία λίτρα νερό ανά βάρδια, αλλά ίδρωνε τόσο έντονα, που δεν χρειαζόταν ποτέ να πάει στην τουαλέτα. Οι καλύτερα αμειβόμενοι εργαζόμενοι έφταναν τα 5.000 γιουάν τον μήνα (περίπου 602,50 ευρώ).
Κατά καιρούς υπήρξε μαθητευόμενος σε αρτοποιείο και σε εκδοτικό οίκο κόμικς. Είχε δικό του κατάστημα γυναικείων ενδυμάτων σε εμπορικό κέντρο στη Νανίνγκ, μια πόλη στον νότο, και αργότερα διατηρούσε ένα μικρό ντελικατέσεν σε μια απομονωμένη αγροτική πόλη της Γιουνάν. Δούλεψε ακόμα ως υπάλληλος σε βενζινάδικο, γραφίστας, χονδρέμπορος παγωτού.
Πέρασε από εταιρείες που ειδικεύονταν σε τρισδιάστατες αρχιτεκτονικές απεικονίσεις, κάμερες οπισθοπορείας αυτοκινήτων και επαγγελματικές κάρτες. Εργάστηκε επίσης σε «διαχείριση ακινήτων» σε εμπορικό κέντρο στην πόλη Νταλί, επίσης στη Γιουνάν – ή, όπως λέει ο ίδιος, «ένας ευγενικός τρόπος να πεις ότι ήμουν φύλακας ασφαλείας».
Μεγαλώνοντας ο Χου Ανιάν, δεν είχε ιδέα τι θα έκανε στη ζωή του. Στο επαγγελματικό γυμνάσιο σπούδασε επισκευή οικιακών συσκευών, ενώ αργότερα απέκτησε πτυχίο στη διαφημιστική σχεδίαση, φοιτώντας σε νυχτερινό σχολείο. Ωστόσο, μόνο ένα άτομο από τους 40 στην τάξη του είχε καταλήξει να εργάζεται στον τομέα της επισκευής. Οι υπόλοιποι, όπως λέει, κατέληξαν όπου υπήρχε δουλειά, συνήθως μέσω προσωπικών διασυνδέσεων, μετά την αποφοίτησή τους το 1999: «Κάποιοι πουλούσαν θαλασσινά. Άλλοι οδηγούσαν λεωφορεία μεγάλων αποστάσεων».

«Στην Κίνα, είναι πολύ συνηθισμένο οι άνθρωποι να αλλάζουν 20 με 30 δουλειές μέσα σε διάστημα 20 ετών», λέει αναφερόμενος ιδιαίτερα σε όσους εργάζονται σε θέσεις χωρίς προοπτική εξέλιξης ή απαίτηση εξειδίκευσης. Σε μια τέτοια επισφαλή αγορά εργασίας, είναι εύκολο να εγκαταλείψεις μια δουλειά και εξίσου εύκολο να βρεις την επόμενη.
Ο ίδιος το ξέρει από πρώτο χέρι: οι περισσότερες από τις δουλειές του έληξαν όταν πια είχε εξαντληθεί, απογοητευτεί ή απλώς βαρεθεί. Τα πλούτη που του είχαν υποσχεθεί δεν ήρθαν ποτέ· και η κούραση, τελικά, ήταν μεγαλύτερη από όσο μπορούσε να αντέξει.
Ο Χου θυμάται με μεγαλύτερη ικανοποίηση τη μαθητεία του σε αρτοποιείο και την εργασία του ως βοηθός σε κατάστημα ποδηλάτων. «Μαθαίνεις καινούργια πράγματα, αποκτάς νέες γνώσεις», λέει. «Νιώθεις ότι προοδεύεις, ότι εξελίσσεσαι». Σε αντίθεση, η εμπειρία του ως κούριερ τού φαινόταν στατική και εξαντλητική: «Παραδίδεις ένα δέμα την πρώτη μέρα και παραδίδεις ένα δέμα την τελευταία. Ίσως, απλώς να μάθεις να τα παραδίδεις λίγο πιο γρήγορα στο ενδιάμεσο, αλλά δεν αλλάζει τίποτα ουσιαστικά».
Καθώς περνούσε ο καιρός, θυμάται τον εαυτό του να γίνεται «ευερέθιστος, γκρινιάρης, αγανακτισμένος». Άρχισε να βλέπει τους πελάτες «ως πιο εγωιστές, παράλογους και άπληστους από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα».
Ένα «αόρατο» εργατικό δυναμικό
Το «Παραδίδω δέματα στο Πεκίνο» είναι, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με τον Guardian, και μια ιστορία για την κοινωνική τάξη – για το αόρατο, χαμηλόμισθο και συχνά εκμεταλλευόμενο εργατικό δυναμικό που στήριξε την εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη της Κίνας. Και, μέσα από την παγκοσμιοποίηση, ένα κομμάτι αυτού του μόχθου τροφοδότησε και τον υπόλοιπο κόσμο.
Ο Χου εργαζόταν συχνά πλάι στην τεράστια εργατική τάξη των περίπου 300 εκατομμυρίων εσωτερικών μεταναστών της χώρας, ανθρώπων που εγκαταλείπουν την ύπαιθρο για να αναζητήσουν ευκαιρίες στις πόλεις. Πολλοί από αυτούς ζουν υπό συνθήκες ακραίας ανασφάλειας και κοινωνικού αποκλεισμού, με περιορισμένη ή και ανύπαρκτη πρόσβαση σε δημόσια αγαθά και παροχές.
Ένα διαρκές αίσθημα έλλειψης και ανασφάλειας φαινόταν να διαπερνά πολλούς από τους χώρους εργασίας του Χου. Όταν μια έγκυος γυναίκα προσλήφθηκε στο εργοστάσιο συσκευασίας όπου εργαζόταν, ένας συνάδελφός του το χαρακτήρισε «τραγωδία». Σε μια άλλη περίπτωση, η ένταση με έναν ανταγωνιστή από γειτονικό κατάστημα γυναικείων ενδυμάτων στο ίδιο εμπορικό κέντρο κλιμακώθηκε τόσο, που ο Χου έφερε λαθραία στην εργασία του ένα κουζινομάχαιρο για αυτοπροστασία.

Αλλά τίποτα δεν συγκρίνεται, σύμφωνα με τον Χου, με αυτό που συνέβη κάποτε σε μια χονδρική αγορά όπου δραστηριοποιούνταν: «Ένας επιχειρηματίας έφτιαξε μια βόμβα και την πέταξε στον πάγκο του ανταγωνιστή του, ανατινάζοντάς τους».
Αυτό το ακραίο περιβάλλον έχει κάποιο νόημα αν σκεφτεί κανείς την κατάσταση του έθνους στις αρχές του αιώνα.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν ο Χου ξεκινούσε την εργασιακή του πορεία, οι φιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις είχαν μόλις επιτρέψει σε νέα στρώματα της κοινωνίας να αρχίσουν να κερδίζουν χρήματα. Μια φρενίτιδα ανταγωνισμού δημιούργησε μια κουλτούρα όπου ο καθένας έκανε ό,τι μπορούσε -νόμιμα ή παράνομα- για να πλουτίσει, ενώ η κρατική ρύθμιση προσπαθούσε να προσαρμοστεί.
«Υπήρχε ένα ρητό τη δεκαετία του 1990: “Ο δειλός θα πεθάνει επειδή δεν βγάζει αρκετά χρήματα. Ο τολμηρός θα πεθάνει επειδή βγάζει πάρα πολλά”». Εκείνη την εποχή, σύμφωνα με τον Χου, «εννέα στους 10 ανθρώπους που συναντούσες νοιάζονταν μόνο για το να βγάλουν χρήματα».
Η νέα γενιά
Σήμερα, ωστόσο, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το ποσοστό ανεργίας των νέων στις αστικές περιοχές της Κίνας πλησιάζει το 20%, ενώ παράλληλα αναπτύσσεται ένα δημοφιλές κίνημα νέων που απορρίπτει την εργασιομανία τύπου 996. Ο Χου παρατηρεί ότι οι νεότερες γενιές αναζητούν στη ζωή κάτι περισσότερο από εργασία ή χρήματα. Το βιβλίο του έχει αγκαλιαστεί από πτυχιούχους που αισθάνονται καταβεβλημένοι από τις προκλήσεις του εργασιακού κόσμου.
«Δεν μπορούν να λάβουν απαντήσεις από εμένα, επειδή δεν έχω τις απαντήσεις, αλλά βλέπουν ότι και κάποιος άλλος έχει αυτές τις συγχύσεις και τις αμφιβολίες και μπορούν να βρουν κάποια ζεστασιά, ενθάρρυνση και παρηγοριά από αυτό».
Σήμερα, μετά την επιτυχία του βιβλίου του, ο Χου εργάζεται ως συγγραφέας πλήρους απασχόλησης. Το «Παραδίδω δέματα στο Πεκίνο» ακολούθησαν δύο ακόμα αυτοβιογραφικά έργα, διαμορφώνοντας σταδιακά μια σταθερή παρουσία στη σύγχρονη κινεζική λογοτεχνία. Ο ίδιος, ωστόσο, σπεύδει να ξεκαθαρίσει ότι τα κέρδη του δεν είναι ιδιαίτερα υψηλά και πως συνεχίζει να ζει λιτά, όπως πάντα.
Μαζί με τη σύζυγό του -επίσης συγγραφέα, την οποία γνώρισε σε ένα λογοτεχνικό φόρουμ- περνούν τις μέρες τους πηγαίνοντας στη βιβλιοθήκη ή στο κοντινό εμπορικό κέντρο. Εκεί γράφουν, αξιοποιώντας το δωρεάν Wi-Fi και τον κλιματισμό. Το βράδυ επιστρέφουν σπίτι και μαγειρεύουν μαζί το δείπνο τους.