Ο φασισμός υποτίθεται ότι έχει συγκεκριμένη εικόνα: μαυροντυμένοι, ομοιόμορφα ενδεδυμένοι, συγχρονισμένοι και απειλητικοί. Δεν περιμένει κανείς να μοιάζει με έναν υπέρβαρο πρόεδρο που δεν μπορεί να προφέρει τη λέξη «ακεταμινοφαίνη» και που μπερδεύεται επί ένα ολόκληρο λεπτό μιλώντας για το πώς θα ανακαίνιζε τα κεντρικά γραφεία του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη με μαρμάρινα δάπεδα αντί για γρανίτη.

Όμως, όπως είχε επισημάνει ο Ουμπέρτο Έκο στο διαχρονικό του δοκίμιο για τη διαχρονική φύση του φασισμού: «Η ζωή δεν είναι τόσο απλή. Ο αρχέγονος φασισμός μπορεί να επιστρέψει με τις πιο αθώες μεταμφιέσεις». Ιστορικοί, μελετητές και ακόμη και πρώην στελέχη της πρώτης κυβέρνησης Τραμπ διέκριναν πέρα από το κωμικό προσωπείο. Όπως τονίζει σε ανάλυσή του ο Guardian, εντόπισαν στον ίδιο τον Ντόναλντ Τραμπ και στο περιβάλλον του τα βασικά κριτήρια του Έκο: την επίκληση της παράδοσης και την απόρριψη της λογικής, τον φόβο της διαφοράς, την εχθρότητα απέναντι στη διαφωνία, το μίσος, την υποβάθμιση της γλώσσας σε «νεογλώσσα», την προσωπολατρία ενός «ισχυρού» ηγέτη.

Σχεδόν έναν χρόνο πριν, ο ιστορικός Ρόμπερτ Πάξτον, εξηγώντας γιατί άλλαξε γνώμη σχετικά με τη χρήση του όρου «φασισμός» για τον Τραμπισμό, δήλωσε: «Αναδύεται έμμεσα με πολύ ανησυχητικούς τρόπους και αυτό μοιάζει πάρα πολύ με τους αρχικούς φασισμούς. Είναι το πραγματικό πράγμα. Είναι αληθινό». Έκτοτε, η κυβέρνηση Τραμπ ανέπτυξε τον αμερικανικό στρατό και την Εθνοφρουρά σε πόλεις παρά τη βούληση των κυβερνητών τους. Άσκησε πιέσεις σε πολιτειακές νομοθετικές συνελεύσεις για να στερήσουν το δικαίωμα ψήφου από αντιπάλους με πρωτοφανείς τρόπους και πρότεινε ακόμα και την κατάργηση της επιστολικής ψήφου για όλους τους Αμερικανούς πολίτες που ζουν στο εξωτερικό. Χρησιμοποίησε την κρατική εξουσία για να λογοκρίνει βιβλία, να εκφοβίσει τα μέσα ενημέρωσης και να «ακυρώσει» κωμικούς που σατίριζαν τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Κατέφυγε σε ανησυχητικές και πιθανόν παράνομες πρακτικές άσκησης εκτελεστικής εξουσίας, όπως με δασμούς, πολιτικές μετανάστευσης και στοχευμένες εξαιρέσεις για να εξασφαλίσει την υποταγή ισχυρών επιχειρηματικών παραγόντων.

Η υπερβολική εμμονή στο αν οι πράξεις είναι νόμιμες ή όχι χάνει τη μεγάλη εικόνα: το συνταγματικό πλαίσιο, πρακτικά, είναι ό,τι αποφασίζει το Ανώτατο Δικαστήριο. Αν το δικαστήριο αποδεχτεί θεμελιώδεις αλλαγές στη φύση των ΗΠΑ, αυτό αποτελεί ακόμη μία ένδειξη του βάθους της σήψης. Το προσωπείο έπεσε ακόμα περισσότερο μετά τη δολοφονία του Τσάρλι Κερκ, ένα ακόμη τραγικό γεγονός στη συγχώνευση της επιδημίας ένοπλης βίας στις ΗΠΑ με την αυξανόμενη πολιτική βία.

Στην παράξενη τελετή-συγκέντρωση που λειτούργησε ως κηδεία, ο Στίβεν Μίλερ, αναπληρωτής προσωπάρχης του Λευκού Οίκου, εκφώνησε έναν λόγο γεμάτο με όλα όσα είχε προειδοποιήσει ο Έκο: μίσος απέναντι σε ένα αόριστο «αυτοί» που «δεν μπορούν να συλλάβουν τον στρατό που έχει αναδυθεί σε όλους μας». Ο Μίλερ συνέχισε: «Δεν είστε τίποτα. Δεν έχετε τίποτα. Είστε κακία. Είστε ζήλια. Είστε φθόνος. Είστε μίσος. Δεν είστε τίποτα. Δεν μπορείτε να χτίσετε τίποτα. Δεν μπορείτε να παράγετε τίποτα».

Μέσα σε έναν χρόνο, καθώς ο Τραμπ και οι συνεργάτες του αποδόμησαν με απίστευτη ταχύτητα τους θεσμούς της αμερικανικής δημοκρατίας, η ευρωπαϊκή συζήτηση μετακινήθηκε από την άρνηση στην προσπάθεια διαπραγμάτευσης. Υπήρξε μερική αποδοχή της αμερικανικής απεμπλοκής, αλλά σχεδόν καμία δημόσια συζήτηση για το τι πρέπει να γίνει όταν η αμερικανική κυβέρνηση βρίσκεται στα χέρια δυνάμεων εχθρικών προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις αξίες της. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες διστάζουν να ανοίξουν αυτή τη συζήτηση δημόσια με τους ψηφοφόρους τους, καθώς φοβούνται ότι ακόμα και μια μικρή σύγκρουση με τον Τραμπ θα οδηγήσει σε εγκατάλειψη της αμερικανικής στήριξης στην Ουκρανία. Ορισμένοι πιστεύουν ότι μπορούν να κερδίσουν χρόνο κολακεύοντάς τον, άλλοι ελπίζουν αφελώς σε μια «επιστροφή στην κανονικότητα» μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του 2026. Ωστόσο, όπως τόνισε ο δικηγόρος των Δημοκρατικών, Μαρκ Ελάιας, οι εκλογές αυτές πιθανότατα δεν θα είναι πλήρως ελεύθερες και δίκαιες, ενώ ακόμη και αν είναι, το παρελθόν του Τραμπ με την εξέγερση δείχνει ότι ενδέχεται να μην σεβαστεί τα αποτελέσματα.

Ήδη, ο Τραμπ προετοιμάζει το έδαφος για να αφήσει την Ουκρανία αποκλειστικά στην Ευρώπη. Κατά την πρώτη προεδρία Τραμπ, ακούστηκε επανειλημμένα ότι πρέπει να τον παίρνουμε «στα σοβαρά, αλλά όχι κατά γράμμα». Ήταν λάθος τότε και είναι λάθος και τώρα. Όταν ο Τραμπ δηλώνει: «Μισώ τον αντίπαλό μου και δεν θέλω το καλύτερο γι’ αυτόν», η Ευρώπη πρέπει να το εκλάβει κυριολεκτικά.

Η ριζοσπαστική αυταρχική ατζέντα που εφαρμόζει στο εσωτερικό επηρεάζει άμεσα την Ευρώπη: ένα κράτος με μυστική αστυνομία με σχεδόν απεριόριστα κονδύλια, με στρατό που αναπτύσσεται σε «μπλε» πόλεις από «κόκκινη» κυβέρνηση και με δικαστικό σύστημα που χρησιμοποιείται ως εργαλείο εκδίκησης, σημαίνει το τέλος του κράτους δικαίου. Αυτό πλήττει και τη δημοκρατία στην Ευρώπη, καθώς η κυβέρνηση Τραμπ διεξάγει πολιτισμικό πόλεμο κατά της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι Ευρωπαίοι πολίτες προηγούνται των πολιτικών τους.

Η εαρινή έρευνα Eurobarometer έδειξε ότι μεγάλες πλειοψηφίες θέλουν η ΕΕ να τους προστατεύει από κρίσεις και κινδύνους ασφαλείας, θεωρούν ότι η Ένωση χρειάζεται περισσότερους οικονομικούς πόρους και υποστηρίζουν ότι αυτοί πρέπει να προέρχονται από το σύνολο της ΕΕ και όχι μόνο από τα κράτη-μέλη. Έρευνα σε Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία και Πολωνία έδειξε ότι το 52% θεωρεί πως η ΕΕ εξευτελίστηκε στην πρόσφατη εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ, κατηγορώντας την Κομισιόν ότι δεν υπερασπίστηκε επαρκώς την Ευρώπη, ενώ το 39% επιθυμεί η Ένωση να γίνει πιο «αντιπολιτευτική» απέναντι στον Τραμπ.

Η Ευρώπη είναι έτοιμη για μια ειλικρινή συζήτηση σχετικά με την πρόκληση που θέτει ο Τραμπ – όπως έπραξε ενωμένη απέναντι στον Βλαντίμιρ Πούτιν. Ο κίνδυνος έγκειται στο ενδεχόμενο οι Ευρωπαίοι ηγέτες να διστάσουν και να αποφύγουν αυτή τη συζήτηση. Αν δεν ηγηθούν με ειλικρίνεια, οι πολίτες θα συμπεράνουν ότι η ευρωπαϊκή δημοκρατία και οι θεσμοί της είναι πολύ αδύναμοι για να αντέξουν την πίεση που ήδη χτίζεται εναντίον τους.