Γιατί το δικαστήριο αθώωσε τον Νικολά Σαρκοζί για τρεις από τις τέσσερις βασικές κατηγορίες που τον βάραιναν – την παράνομη χρηματοδότηση πολιτικού κόμματος, την υπεξαίρεση λιβυκών κεφαλαίων και τη δωροδοκία; Γιατί επέλεξε να τον καταδικάσει μόνο για την πιο ασαφή και γενική κατηγορία της «εγκληματικής συνωμοσίας», μια κατηγορία που συχνά χρησιμοποιείται όταν λείπουν ισχυρές αποδείξεις αλλά υπάρχει υποψία συμμετοχής; Και, κυρίως, γιατί του επέβαλε μια τόσο βαριά ποινή: πέντε χρόνια φυλάκιση, χωρίς αναστολή, είκοσι ολόκληρα χρόνια μετά τα γεγονότα, σε έναν πρώην πρόεδρο 70 ετών;
Αυτά τα ερωτήματα δεν τίθενται μόνο από τους στενούς υποστηρικτές του. Απασχολούν και ένα σημαντικό κομμάτι της γαλλικής κοινής γνώμης, που βλέπει την υπόθεση όχι μόνο ως νομικό αλλά και ως πολιτικό γεγονός, σύμφωνα με το BBC. Για κάποιους, η απόφαση του δικαστηρίου αποτελεί πράξη θεσμικής κάθαρσης, για άλλους, είναι η κορύφωση ενός διαρκούς κυνηγητού με πολιτικά κίνητρα. Και κάπως έτσι, ο Νικολά Σαρκοζί επιστρέφει στο προσκήνιο – όχι ως πολιτικός, αλλά ως το πρόσωπο που διχάζει βαθιά μια ήδη διχασμένη Γαλλία.
Μια ιστορική καταδίκη

Ο Νικολά Σαρκοζί καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση για την υπόθεση της παράνομης χρηματοδότησης της προεκλογικής του εκστρατείας από το καθεστώς του Μουαμάρ Καντάφι. Το ποινικό δικαστήριο του Παρισιού του επέβαλε επίσης πρόστιμο 100.000 ευρώ, πενταετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων και απαγόρευση εκλογιμότητας για το ίδιο διάστημα. Παρότι απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες για κατάχρηση δημόσιου χρήματος, δωροδοκία και άμεση χρηματοδότηση από τη Λιβύη, κρίθηκε ένοχος για «εγκληματική συνωμοσία» – μια κατηγορία γενικής φύσης, συχνά χρησιμοποιούμενη όταν δεν υπάρχουν άμεσες αποδείξεις για συγκεκριμένα αδικήματα, αλλά υπάρχει επαρκές υπόβαθρο για την πρόθεση ή τη συμμετοχή σε παράνομες ενέργειες.
Αν και δεν έχει ακόμη ανακοινωθεί πού θα εκτίσει την ποινή του, πληροφορίες θέλουν τον πρώην πρόεδρο να οδηγείται στη φυλακή La Santé στο Παρίσι, γνωστή για τη φιλοξενία ιστορικών προσωπικοτήτων. Στην ειδική πτέρυγα για «ευάλωτους κρατουμένους» ή VIP κρατούμενους, όπως αποκαλείται, έχουν κρατηθεί στο παρελθόν πολιτικά πρόσωπα υψηλού προφίλ, όπως και πρώην συνεργάτες του Σαρκοζί. Παρ’ όλα αυτά, οι συνθήκες δεν διαφέρουν σημαντικά από τις υπόλοιπες πτέρυγες: ατομικά κελιά 9-12 τ.μ. και περιορισμένη επαφή με άλλους κρατούμενους για λόγους ασφαλείας.
Γιατί τώρα; Γιατί έτσι;

Η απόφαση του δικαστηρίου δημιούργησε κύμα αντιδράσεων. Πολλοί αναρωτιούνται γιατί, ενώ δεν αποδείχτηκε άμεση μεταφορά χρημάτων από τη Λιβύη και ενώ το δικαστήριο δεν εντόπισε κατάχρηση ή προσωπική δωροληψία, τελικά επιλέχθηκε να «κλειδώσει» μια καταδίκη μέσω της γενικής κατηγορίας της «εγκληματικής συνωμοσίας».
Το ακόμα πιο αμφιλεγόμενο σημείο είναι ότι η ποινή δεν έχει ανασταλτικό χαρακτήρα. Αν και στη γαλλική νομολογία ισχύει πως μέχρι την εκδίκαση της έφεσης ένας καταδικασμένος θεωρείται ακόμη αθώος, στην περίπτωση του Σαρκοζί το δικαστήριο αποφάσισε πως η ποινή πρέπει να εκτελεστεί άμεσα. Πολλοί βλέπουν σε αυτό μια επιλογή με έντονο συμβολικό και πολιτικό χαρακτήρα.
Στόχος ενός αθέατου συστήματος ή μόνιμος παραβάτης;

Όπως αναφέρει η ανάλυση του BBC, η υπόθεση Σαρκοζί για τους υποστηρικτές του, δεν είναι απλώς μια νομική υπόθεση. Είναι η κορύφωση μιας πολυετούς προσπάθειας του γαλλικού «πολιτικο-δικαστικού» κατεστημένου να εξοντώσει έναν πολιτικό που ποτέ δεν έκρυψε την αντιπαλότητά του με την παραδοσιακή ελίτ. Ο ίδιος έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι είναι στόχος μιας «οργανωμένης αριστερής δίωξης» από τα μέσα ενημέρωσης και τη δικαιοσύνη. Πιστεύει πως η νέα καταδίκη του επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του.
Από την άλλη, οι επικριτές του βλέπουν στο πρόσωπό του έναν πολιτικό που εδώ και χρόνια «φλερτάρει» με την ανομία, έναν χειριστικό παίκτη της εξουσίας που δεν διστάζει να χρησιμοποιεί κάθε μέσο. Δεν παραβλέπουν, εξάλλου, ότι έχει ήδη καταδικαστεί δύο φορές για σοβαρά αδικήματα: μία φορά για απόπειρα επηρεασμού δικαστή και μία για παράνομη χρηματοδότηση προεκλογικής εκστρατείας. Το μοτίβο, όπως λένε, είναι ξεκάθαρο.
Το βάρος της υπόθεσης Λιβύη

Παρά τις ελλείψεις σε απτές αποδείξεις, η υπόθεση Λιβύη έχει ένα ιδιαίτερο βάρος. Το ερώτημα είναι κρίσιμο: μπορεί ένας υποψήφιος για την προεδρία της Γαλλίας να έχει ζητήσει -έστω και ανεπίσημα- προεκλογική χρηματοδότηση από έναν ξένο δικτάτορα όπως ο Μουαμάρ Καντάφι; Αν ναι, πρόκειται για μια σοβαρή προσβολή της γαλλικής δημοκρατίας.
Για το δικαστήριο, φαίνεται πως ακόμα και η έντονη υποψία αυτού του ενδεχομένου -παρότι δεν αποδείχτηκε πλήρως- αρκεί για να ενεργοποιηθεί ένας μηχανισμός «θεσμικής αυτοπροστασίας». Από αυτή τη σκοπιά, η ποινή έχει και προληπτικό χαρακτήρα.
Η πολιτική σκόνη δεν λέει να καταλαγιάσει

Η υπόθεση δεν έμεινε στα δικαστικά έδρανα. Αντιθέτως, πυροδότησε νέο κύκλο πολιτικής έντασης. Η δεξιά και η ακροδεξιά μιλούν για «αριστερή εκδίκηση» και «δικαστικό ακτιβισμό», ενώ η αριστερά βλέπει την υπόθεση ως απόδειξη ότι η δικαιοσύνη μπορεί να φτάσει μέχρι τους πιο ισχυρούς. Η Μαρίν Λεπέν -η οποία αντιμετωπίζει και η ίδια καταδίκη χωρίς αναστολή– ήταν από τις πρώτες που κατήγγειλαν την «αδικία» σε βάρος του Σαρκοζί.
Η Γαλλία, για ακόμα μία φορά, φαίνεται ανήμπορη να ξεφύγει από τους θεσμικούς της διχασμούς. Το όνομα του Νικολά Σαρκοζί λειτουργεί σαν καταλύτης: ενεργοποιεί παλιά αντανακλαστικά, επαναφέρει στο προσκήνιο ξεχασμένα στρατόπεδα και ενισχύει την καχυποψία απέναντι σε θεσμούς όπως η δικαιοσύνη και τα μέσα ενημέρωσης.
Ανεξάρτητα από το αν κάποιος βλέπει τον πρώην πρόεδρο ως θύμα ή ως υπεύθυνο, είναι ξεκάθαρο πως η υπόθεσή του άγγιξε μια ευαίσθητη χορδή: την αίσθηση ότι οι κανόνες δεν ισχύουν το ίδιο για όλους – ή, αντίστροφα, ότι εφαρμόζονται με ιδιαίτερο ζήλο σε όσους έχουν ήδη κριθεί πολιτικά.