Το δικαστήριο της ΕΕ δεν δέχτηκε την Τετάρτη το αίτημα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να απορριφθεί εκείνο της εφημερίδας New York Times για πρόσβαση σε μηνύματα κειμένου μεταξύ της προέδρου της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και του διευθύνοντος συμβούλου της Pfizer, Άλμπερτ Μπουρλά, σχετικά με την αγορά εμβολίων COVID-19 αξίας δισεκατομμυρίων ευρώ.
Οι New York Times ανέφεραν ότι τα μηνύματα μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2021 και 11ης Μαΐου 2022, στο αποκορύφωμα της πανδημίας, θα μπορούσαν να ρίξουν φως στις συμφωνίες εμβολίων αξίας δισεκατομμυρίων ευρώ.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε απορρίψει το αίτημά της εφημερίδας, λέγοντας ότι η φον ντερ Λάιεν δεν είχε κρατήσει τα μηνύματα προς τον Μπουρλά.
Στη συνέχεια η αμερικανική εφημερίδα κατέθεσε αγωγή κατά της Κομισιόν.
Όπως έγραφε πριν από λίγα 24ωρα το Politico, η ετυμηγορία της Τετάρτης για το λεγόμενο «Pfizergate» αναμένεται να έχει ευρείες συνέπειες για το πώς οι κορυφαίοι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης διεξάγουν τις υποθέσεις τους «πίσω από κλειστές πόρτες» και ενδέχεται να επισκιάσει τη δεύτερη πενταετή θητεία της φον ντερ Λάιεν, που ξεκίνησε την 1η Δεκεμβρίου. Η πρόεδρος της Κομισιόν βρίσκεται ήδη υπό πίεση, καθώς κατηγορείται για υπερσυγκέντρωση εξουσίας και για υπαναχώρηση σε δεσμεύσεις φιλικές προς το περιβάλλον, την ώρα που ενισχύεται ο εθνικιστικός λόγος σε ολόκληρη την ΕΕ.
Η ουσία της υπόθεσης είναι κατά πόσο τα γραπτά μηνύματα πρέπει να θεωρούνται επίσημα έγγραφα και συνεπώς να υπόκεινται σε δημοσιοποίηση, στο όνομα της διαφάνειας. Ακτιβιστές και παρατηρητές υποστηρίζουν πως κάθε μέσο επικοινωνίας που αφορά τη χάραξη πολιτικής πρέπει να υπόκειται στους ίδιους κανόνες, ωστόσο η Επιτροπή διαφωνεί.
Η υπόθεση είναι νομικά ευαίσθητη για τη φον ντερ Λάιεν, καθώς όχι μόνο υπέγραψε προσωπικά το μεγαλύτερο συμβόλαιο εμβολίων της ΕΕ, αξίας πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ, αλλά είναι και επικεφαλής του ίδιου του θεσμικού οργάνου που έχει την ευθύνη εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Δικαίου, το οποίο περιλαμβάνει τις αρχές της διαφάνειας και της λογοδοσίας.
Όπως έγραφε το Politico, μια καταδικαστική απόφαση θα αποτελέσει σοβαρό πλήγμα για την εικόνα της και θα δώσει πολιτικά «όπλα» στους επικριτές της – ιδιαίτερα από τη στιγμή που μόλις πρόσφατα δεσμεύτηκε δημοσίως ότι στη νέα της θητεία θα δώσει προτεραιότητα στη διαφάνεια, την αποτελεσματικότητα και την ακεραιότητα.