Στο Γέλοουναϊφ, μια μικρή πόλη 20.000 κατοίκων στον Καναδά, στα έγκατα ενός εγκαταλελειμμένου ορυχείου χρυσού κρύβεται μια αόρατη απειλή: 237.000 τόνοι αρσενικού τριοξειδίου, ικανοί να σκοτώσουν 1,7 τρισεκατομμύρια ανθρώπους και να μολύνουν ολόκληρη την Αρκτική.
Το Giant Mine, ένα από τα μεγαλύτερα ορυχεία χρυσού στην ιστορία της χώρας, άφησε πίσω του αυτό το τοξικό φορτίο. Δεν είναι υπερβολή: μόλις 140 χιλιοστόγραμμα από αυτή την ουσία αρκούν για να προκαλέσουν τον θάνατο σε έναν άνθρωπο.
Οι αυτόχθονες κάτοικοι αποκαλούν αυτή τη θανάσιμη ουσία «το τέρας που κοιμάται».
Για δεκαετίες, το τέρας έμενε φυλακισμένο στο μόνιμα παγωμένο υπέδαφος. Οι μεταλλωρύχοι και οι αρχές πίστευαν πως θα έμενε για πάντα έτσι – παγωμένο, ακίνητο, αβλαβές. Αλλά η κλιματική αλλαγή έχει άλλα σχέδια.
Το λιώσιμο του permafrost, του διαρκώς παγωμένου εδάφους, απελευθερώνει πλέον σταδιακά το φονικό φορτίο. Και ο φόβος είναι ξεκάθαρος: το δηλητήριο μπορεί να φτάσει στα νερά της λίμνης Great Slave, της δέκατης μεγαλύτερης λίμνης γλυκού νερού στον κόσμο, και από εκεί να κυλήσει κατά μήκος του ποταμού Mackenzie μέχρι τη Θάλασσα Μποφόρ στον Αρκτικό Ωκεανό – μολύνοντας τα πάντα στο πέρασμά του: ζώα, έδαφος, ανθρώπους.
Η μαύρη κληρονομιά του χρυσού
Το Giant Mine παρήγαγε 7,6 εκατομμύρια ουγγιές χρυσού από το 1948 έως το 2004 – σημερινής αξίας 20 δισ. δολαρίων. Η πόλη Γέλοουναϊφ ονομάστηκε από τους αυτόχθονες «Somba K’e», δηλαδή «ο τόπος του χρήματος». Αλλά το χρυσάφι δεν βγήκε χωρίς τίμημα.
Ο χρυσός ήταν κρυμμένος σε ένα ορυκτό που λέγεται αρσενοπυρίτης – ένας θανάσιμος συνδυασμός σιδήρου, θείου και αρσενικού. Για να εξάγουν το μέταλλο, οι εργάτες έψηναν το πέτρωμα, απελευθερώνοντας το αρσενικό σε μορφή αερίου.
Στα πρώτα χρόνια, το αέριο αρσενικό διοχετευόταν κατευθείαν στην ατμόσφαιρα. Οι εργάτες πίστευαν πως «θα διαλυθεί στον αέρα». Δεν συνέβη. Αντίθετα, το τοξικό νέφος έπεφτε πίσω στη γη σαν σκόνη – στα νερά, στο χώμα, στα φυτά.
Ζώα αρρώσταιναν και πέθαιναν. Το 1951, ένα μικρό παιδί από τους αυτόχθονες πέθανε επειδή έφαγε χιόνι γεμάτο αρσενικό. Από τότε, η σκόνη μαζευόταν και ξαναθάβονταν βαθιά στις παγωμένες στοές του ορυχείου. Και για δεκαετίες, αυτή η μέθοδος φαινόταν να λειτουργεί.

Αλλά τώρα το έδαφος λιώνει. Και μαζί του, απελευθερώνεται το δηλητήριο.
Ένα ορυχείο που δεν πεθαίνει ποτέ
Το ορυχείο Giant έχει σταματήσει τη λειτουργία του από το 2004, αλλά παραμένει η μεγαλύτερη περιβαλλοντική βόμβα στον Καναδά. Η εκκαθάριση του προβλήματος εκτιμάται ότι θα κοστίσει 3,2 δισ. δολάρια, καθιστώντας την πιο ακριβή αποκατάσταση μεταλλείου στην ιστορία της χώρας.
Η τελευταία ιδιοκτήτρια εταιρεία, η Royal Oak Mines, χρεοκόπησε, αφήνοντας τον λογαριασμό στους φορολογούμενους.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Η αποκατάσταση του ορυχείου είναι έργο «αιώνιας φροντίδας», όπως το αποκαλεί το καναδικό κράτος. Δηλαδή, το κράτος θα πρέπει να το παρακολουθεί και να το συντηρεί για τουλάχιστον 100 χρόνια – ίσως και για πάντα.
Προς το παρόν, δύο τεράστιες αντλίες κρατούν το νερό 230 μέτρα κάτω από την επιφάνεια, ώστε να μην έρθει σε επαφή με τους θαλάμους αρσενικού. Παράλληλα, εργάτες έχουν κατεδαφίσει τον παλιό σωλήνα καύσης και τα κτίρια του εργοταξίου, σταθεροποιούν τα εσωτερικά τοιχώματα και κατασκευάζουν ένα σύγχρονο σύστημα επεξεργασίας νερού, που αναμένεται να λειτουργήσει του χρόνου.
Στη συνέχεια θα τοποθετηθούν 858 μεταλλικοί σωλήνες θερμοσύφωνες στο υπέδαφος, που θα αντλούν θερμότητα προς τα έξω και θα στέλνουν παγωμένο αέριο διοξειδίου του άνθρακα στους θαλάμους, δημιουργώντας πάγους γύρω από το δηλητήριο. Ο στόχος είναι να το παγώσουν σε τεχνητούς παγόλιθους – ώσπου να βρεθεί κάτι καλύτερο.
«Έχω εμπιστοσύνη στο σύστημα παγώματος», λέει η Natalie Plato, αναπληρώτρια διευθύντρια του προγράμματος αποκατάστασης. Σύμφωνα με το καναδικό κράτος, το πάγωμα είναι η πιο αποδοτική και οικονομική λύση για την ώρα.
Και άλλες πληγές ανοίγουν στον Βορρά
600 μίλια δυτικά, το Faro Mine, ένα παλιό ορυχείο μολύβδου και ψευδαργύρου, απειλεί με διαρροές βαρέων μετάλλων. Και μόλις πέρυσι, το Eagle Mine της Victoria Gold στον Καναδά διέρρευσε κυανίδιο και ψευδάργυρο στο έδαφος και τα ποτάμια, ύστερα από αποτυχία στο σύστημα απόπλυσης.
Σύμφωνα με το κράτος, υπάρχουν περίπου 24.000 μολυσμένα σημεία σε όλη τη χώρα. Η εκκαθάριση τους θα κοστίσει πάνω από 10 δισεκατομμύρια καναδικά δολάρια.
«Η εξόρυξη είναι ένα αναγκαίο κακό. Βασικά είναι άδεια ρύπανσης», λέει ο David Livingstone, πρώην πρόεδρος του ανεξάρτητου εποπτικού συμβουλίου του Giant Mine.
Όλα αυτά συνθέτουν ένα εφιαλτικό σκηνικό που σιγοβράζει κάτω από τα πόδια μας. Και καθώς η Αρκτική λιώνει, τα φαντάσματα της παλιάς εξόρυξης αρχίζουν να ξυπνούν.
Πηγη: Wall Street Journal