Στις έξι το απόγευμα ξεκινά στη Βουλή η τριήμερη συζήτηση επί της πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης που κατέθεσε με αφορμή την υπόθεση των υποκλοπών ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία Αλέξης Τσίπρας και υπογράφεται από όλα τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, εκπροσωπώντας την κυβέρνηση έκανε δεκτή την πρόταση, τονίζοντας πως η προβλεπόμενη τριήμερη συζήτηση θα ξεκινήσει σήμερα κιόλας.

Οπότε όπως ανακοίνωσε και ο πρόεδρος της Βουλής κ. Κώστας Τασούλας σταματούν όλες οι άλλες κοινοβουλευτικές διαδικασίες και η συζήτηση ξεκινά σε λίγη ώρα, προκειμένου να ολοκληρωθεί αργά το βράδυ της Παρασκευής με την ψηφοφορία, κι αφού θα έχει προηγηθεί την ίδια ημέρα η οξεία, όπως όλα δείχνουν, αντιπαράθεση μεταξύ του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του αρχηγού του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αλέξη Τσίπρα.

Τι σημαίνει όμως στην πράξη η πρόταση που κατέθεσε η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ;

Καταρχάς πρόταση μομφής ή πρόταση δυσπιστίας ονομάζεται στον χώρο της πολιτικής, η διαδικασία που απαιτείται για την καθαίρεση μιας κυβέρνησης (ή ενός μέλους της εάν στρέφεται μονάχα εναντίον του, όπως είχε γίνει επίσης από τον ΣΥΡΙΖΑ κατά του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα τον Οκτώβριο του 2020) από θέση ευθύνης, όταν θεωρηθεί ότι αυτή είναι ανεπαρκής, δεν εκπληρώνει ορθά τις υποχρεώσεις της ή είναι επιζήμια για τη χώρα. Το καθεστώς που διέπει στο ελληνικό πολιτικό σύστημα τον τρόπο κατάθεσης μιας τέτοιας πρότασης, προβλέπει το άρθρο 84 του Συντάγματος και το άρθρο 142 του Κανονισμού της Βουλής.

Ειδικότερα, το άρθρο 84 του Συντάγματος, αναφέρει στη δεύτερη παράγραφο:

«H Bουλή μπορεί με απόφασή της να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την Κυβέρνηση ή από μέλος της. […] H πρόταση δυσπιστίας πρέπει να είναι υπογραμμένη από το ένα έκτο τουλάχιστον των βουλευτών και να περιλαμβάνει σαφώς τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση».

Ακολούθως αναφέρεται ότι «η συζήτηση για την πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας αρχίζει μετά δύο ημέρες από την υποβολή της σχετικής πρότασης, εκτός αν η Kυβέρνηση, σε περίπτωση πρότασης δυσπιστίας, ζητήσει να αρχίσει αμέσως η συζήτηση (σ.σ. όπως έγινε αυτή τη φορά), η οποία δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τρεις ημέρες από την έναρξή της». Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι «η ψηφοφορία για την πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας διεξάγεται αμέσως μόλις τελειώσει η συζήτηση» αλλά μπορεί και να αναβληθεί για σαράντα οκτώ ώρες, αν το ζητήσει η Kυβέρνηση – κάτι το οποίο δεν θα εφαρμοστεί εν προκειμένω.

Πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών.

Πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή, μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, τουτέστιν 120 βουλευτές. Kατά την ψηφοφορία για της πιο πάνω προτάσεις ψηφίζουν οι Yπουργοί και Yφυπουργοί που είναι μέλη της Bουλής.

Όπως αναφέρει ο Κανονισμός της Βουλής στο άρθρο 142, η πρόταση δυσπιστίας υποβάλλεται στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου σε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής. Η σχετική συζήτηση αρχίζει με την ομιλία δύο βουλευτών από εκείνους που υπογράφουν την πρόταση δυσπιστίας (εν προκειμένω του ΣΥΡΙΖΑ), ενώ υπάρχουν και δύο σημαντικές λεπτομέρειες.

Πρώτον, ότι η κυβέρνηση έχει το δικαίωμα να μετατρέψει την πρόταση μομφής κατά του υπουργού της σε ψήφο εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση συνολικά (όπως συμβαίνει για κάθε κυβέρνηση μόλις κερδίσει τις εθνικές εκλογές και συγκληθεί η νέα Βουλή) και δεύτερον, ότι δεν μπορεί να υποβληθεί από την αντιπολίτευση νέα πρόταση δυσπιστίας εάν δεν περάσει ένα εξάμηνο από την απόρριψη της προηγούμενης όμοιας πρότασης, εκτός εάν υπογράφεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.