Δάκρυα και πολλές έντονα, συναισθηματικά φορτισμένες στιγμές είχε το αποψινό συμβούλιο του νησιού στο Survivor καθώς ο Γιώργος Λιανός, ζήτησε από τον Ηλία, τον Σάκη, τη Μαριαλένα, τον Ασημακόπουλο και τον Κόρομι να του μιλήσουν για τις ζωές τους.

Ο πρώτος που μίλησε ήταν ο Ηλίας Μπόγδανος.

«Όταν τελείωσα το σχολείο πέρασα οικονομικά στην Αθήνα. Τραγουδούσα πάντα και παράλληλα δούλευα σε μια συμβουλευτική εταιρία. Τη μουσική την είχα σαν χόμπι. Κολλήσαμε με τα φιλαράκια μου και γίναμε συγκρότημα. Είχαμε την τύχη να ανοίξουμε μεγάλες συναυλίες.

Ήμουν πάντα θετικός αλλά ένα συμβάν στη ζωή μου άλλαξε πολλά. Είχα ένα ατύχημα με τη μηχανή πριν από περίπου 10 χρόνια. Ενώ φόραγα κράνος και τα πάντα, είχε περάσει ένας βράδυ με κόκκινο, απρόσεκτος, ήταν ένας άνθρωπος πολύ καλός που είχε μια κακή στιγμή. Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από εκείνη τη νύχτα. Είχα μείνει στο νοσοκομείο σε κόμμα και αυτό που θυμάμαι είναι ότι όταν άνοιξα τα μάτια μου ήταν όλοι μου οι φίλοι μου εκεί και η οικογένειά μου. Είχα πολύ λίγες πιθανότητες να ζήσω. Φορούσα κράνος, ήταν θαύμα ότι έζησα. Δεν μπορώ να πιστέψω τη στήριξη που δέχτηκα.

Η φιλία είναι μια αξία που εκτιμώ πολύ και την έχω πολύ ψηλά στη ζωή μου. Κάθε μέρα σηκωνόμουν και ήθελα να δείξω στους δικούς μου ότι είμαι καλύτερα. Δεν ήθελα να φέρνω στη μνήμη τους όλο αυτό. Από τότε αποφάσισα ότι η μουσική πρέπει να γίνει τρόπος ζωής μου. Επειδή η ζωή είναι μικρή πρέπει να κάνεις αυτό που πραγματικά λέει η καρδιά σου και να μην κάνεις καμία έκπτωση. Ό,τι νιώθουμε πρέπει να το κάνουμε. Να κάνουμε πάντα αυτό που λέει η καρδιά μας, σε οτιδήποτε είναι αυτό, να ζούμε την κάθε στιγμή με τους ανθρώπους μας και θέλει πολύ προσοχή στον δρόμο», είπε ο Ηλίας.

Στη συνέχεια τον λόγο έλαβε ο Γιώργος Ασημακόπουλος ο οποίος μίλησε για τον θάνατο του αδερφού του σε μικρή ηλικία.

«Η πρώτη μου δουλειά ήταν σε πλυντήριο αυτοκινήτων, πήγαινα τα καλοκαίρια γιατί ήθελα να είμαι ανεξάρτητος. Από τα 15 πήγα γιατί ήθελα να πάρω κάποια ρούχα, ή να πάω διακοπές. Δεν ήθελα να είμαι βάρος στους γονείς μου. Μετά μπήκα στον κόσμο της μόδας με τα μαγαζιά των γονιών μου, είχα περάσει μηχανολόγος – μηχανικός, δεν μου άρεσε και στα 19 έφυγα και άνοιξα μαγαζί στη Γλυφάδα. Δεν ήξερα κανέναν εδώ, ήρθα από την Πάτρα. Ήμουν τυχερός γιατί ο κόσμος με αγάπησε και είχα τις πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις και των γονιών μου. Πήρα το ρίσκο γιατί μου το έμαθε η ζωή.

Είχαμε μια απώλεια, δραματική για εμένα, μου στοίχισε τα παιδικά μου χρόνια, χάσαμε τον αδερφό μου από καρκίνο. Μου στέρησε τα παιδικά μου χρόνια, έπρεπε να στηρίζω τους γονείς μου. Ήμουν μικρός τότε δεν καταλάβαινα τι γίνεται. Ήμασταν μόνοι μας στο σπίτι και ο μεγάλος μου αδερφός με πρόσεχε. Κάθε σπίτι έχει και τα δικά του προβλήματα. Αυτό με έκανε να σέβομαι αυτά που μου έχει δώσει ο Θεός. Είχα τύψεις και δεν ήθελα να κάνω τους γονείς μου να νιώθουν πόνο. Δεν εύχομαι σε κανέναν άνθρωπο να το ζήσει αυτό.

Είμαι ένα παιδί πολύ σωστό γιατί δεν θέλω να προκαλέσω άλλο πόνο στους γονείς μου. Στο παιχνίδι έχω πιάσει τον εαυτό μου να ξυπνάω το βράδυ επειδή τον έβλεπα τον Αλέξανδρο στον ύπνο μου, που στη νορμάλ μου ζωή δεν συνέβαινε. Τίποτα δεν είναι δεδομένο και αυτά είναι σημαντικά εφόδια για το μέλλον μου. Έχω αλλάξει πολύ σαν άνθρωπος».

Έπειτα, μίλησε η Μαριαλένα που αναφέρθηκε στην αγάπη της στον αθλητισμό και την ηρωίδα, όπως την χαρακτήρισε, μητέρα της.

«Εγώ ασχολούμαι από πολύ μικρή με τον αθλητισμό. Είχε πάει η αδερφή μου και η κολλητή μου στο καράτε και ήθελα να αρχίσω κι εγώ. Από 10 χρονών ασχολούμαι, όταν οι άλλοι έκαναν γιορτές εγώ έκανα προπόνηση. Όλη μου η ζωή ήταν μια προπόνηση, αυτό με έκανε πιο πειθαρχημένο άνθρωπο αλλά από την άλλη σου λείπουν όλα αυτά τα παιδικά χρόνια. Έχω στερηθεί αλλά δεν το μετανιώνω στιγμή. Η μαμά μου είναι η μεγαλύτερη θαυμάστριά μου, ήταν παντού μαζί μου, στο εξωτερικό, σε όλα τα πρωταθλήματα. Η μαμά επειδή έχει περάσει πολύ δύσκολα, μέσα από εμένα ζούσε. Η μαμά μου έκανε τα αδέρφια μου στα 14 της, δεν είχε ζήσει σαν έφηβη, ήταν από τις οικογένειες που παντρεύονταν με προξενιό. Μετά από λίγα χρόνια χώρισε με τον άντρα της, βρήκε τον μπαμπά μου και μετά από 21 χρόνια έκανε εμένα και την αδερφή μου. Είναι ο ήρωάς μου. Θυμάμαι όταν ήμουν 4 χρονών έπεσε το σπίτι μας και μέναμε σε σκηνή, ποτέ δεν έχασε το χαμόγελό της και την αισιοδοξία της. Πάντα ήταν με χαρτί και μολύβι τι πρέπει να κάνει, τι πρέπει να πληρώσουμε. Μου αρέσει να βάζω στόχος και να τους πετυχαίνω, νομίζω αυτή είναι η ζωή. Θέλω να κάνω έναν δικό μου χώρο γυμναστικής και αυτός είναι ο στόχος μου», είπε.

Αμέσως μετά μίλησε ο Γιώργος Κόρομι που αναφέρθηκε στην οικογένειά του, τον παππού του και την αγάπη του για τα… δύσκολα.

«Ήρθα στην Ελλάδα 2 χρονών, η μητέρα μου έχει ρίζες από το Ρέθυμνο. Μεγάλωσα στην Αθήνα, ο παππούς μου μεγάλος κρητικός, αντάρτης, με έμαθε να αγαπάω τη φύση. Η αγάπη της θάλασσας είναι ένα τρελά ερωτευμένο ζευγάρι, είναι παράδειγμα για μένα. Αγαπούσαν τον αθλητισμό, τη μουσική, τη φύση και πηγαίναμε για camping. Από 6 χρονών έκανα ψαροντούφεκο. Ξεκίνησα δουλειές από πολύ μικρός, δούλευα πολλά χρόνια στη Μύκονο. Το μόντελινγκ ξεκίνησε από 5 ετών, έχω κάνει διαφημιστικά στην τηλεόραση, σε περιοδικά και σταμάτησα στα 15-16. Αργότερα έκανα πάλι κάποιες δουλειές, αλλά δεν ασχολήθηκα επαγγελματικά, για χόμπι. Πάντα διάλεγα τα δύσκολα, πήγα στις Ειδικές Δυνάμεις και πήρα τον τίτλο του “Μαχητή” ανάμεσα στα 400 άτομα, πήγα στα αλεξίπτωτα. Με εξιτάρει η πρόκληση».

Τελευταίος τον λόγο έλαβε ο Σάκης Κατσούλης.

«Ήμουν τυχερός που μεγάλωσα στην επαρχεία. Έμενα δίπλα στη θάλασσα, το καλοκαίρι για εμένα ήταν 4 μήνες. Με τον μπαμπά κολλητός από μικρός. Ξεκίνησα καράτε και ποδόσφαιρο από μικρός. Ο μπαμπάς έπαιζε ποδόσφαιρο και όταν άρχισα να κλωτσάω εγώ την μπάλα τα σταμάτησα όλα. Ήμουν χοντρούλης μικρός και με πρόσεχε. Έπαιξα επαγγελματικά από τα 19 και κάπου εκεί που είχε πάρει το μυαλό μου αέρα, ήρθε ένας τραυματισμός 10 μέρες πριν φύγω για μεγάλη ομάδα της Α’ Εθνικής. Έπαθα χιαστό, χάθηκε η μεταγραφή, οι κολλητοί που ήταν όλοι δίπλα μου, χάθηκαν οι μάνατζερ και κάπου εκεί ο κολλητός πατέρας μου και η μητέρα μου με ξύπνησαν. Δεν στεναχωρήθηκα ποτέ, είπα ότι όλα για κάποιον λόγο γίνονται. Ξεκίνησα να κυνηγάω τη δουλειά με τα ρούχα, έκανα το πρώτο μαγαζί, ξέχασα τι πάει να πει διακοπές. Μετά έκανα την επιχείρηση με κρασιά, άλλη μία με γάντια για τερματοφύλακες και γενικά μια αγχώδη ζωή. Με λίγο κόσμο δίπλα σου».