Το κόστος για την παροχή υπηρεσιών υγείας στους πολίτες που ανήκουν στην τρίτη ηλικία των βιομηχανικών κρατών ενδεχομένως να πρέπει να επαναξιολογηθεί, σύμφωνα με διεθνή έρευνα που δημοσιεύεται στο ιατρικό έντυπο Science.

Ειδικότερα, σύμφωνα με επιστήμονες από το Διεθνές Ινστιτούτο Εφαρμοσμένων Συστημάτων Ανάλυσης της Αυστρίας, του Πανεπιστημίου «Stony Brooks» των ΗΠΑ και του Ινστιτούτου Δερματολογίας της Βιέννης, η ισχύουσα μέθοδος μέτρησης της γήρανσης έχει βασιστεί σε παραπλανητικά στοιχεία.

«Οι περισσότερες πληροφορίες για τα γηρατειά προέρχονται από δείκτες που έχουν δημοσιευθεί από στατιστικές υπηρεσίες και τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Οι δείκτες αυτοί, που χρησιμοποιούνται παγκοσμίως για να καθορίσουν την φροντίδα υγείας και το κόστος συνταξιοδότησης, βασίζονται στην χρονολογική ηλικία και σε πολλές περιπτώσεις θεωρούν τα άτομα ηλικιωμένα όταν συμπληρώσουν το 65ο έτος ζωής ή και νωρίτερα», εξηγεί ο Δρ Γουάραν Σαντερσον.

Παραδοσιακά η αναλογία των ατόμων άνω των 65 ετών προς τα άτομα που εργάζονται, χρησιμοποιείται για να καταγραφεί το βάρος της κοινωνίας που υποστηρίζει τα ηλικιωμένα άτομα.

Η αύξηση της αναλογίας θεωρείται ότι αντανακλά το αυξανόμενο βάρος του γηρασκόμενου πληθυσμού στο σύστημα συνταξιοδότησης.

Αλλά το σύστημα μέτρησης θεωρείται πλέον παρωχημένο, καθώς οι άνθρωποι πλέον ζουν περισσότερο και ο 65χρονος δεν θεωρείται πλέον ηλικιωμένος.

Το ίδιο πρόβλημα υφίσταται αν οι αρμόδιοι φορείς χρησιμοποιήσουν την αναλογία συνταξιούχων-εργαζομένων ως δείκτη του βάρους της τρίτης ηλικίας στο κόστος της φροντίδας υγείας.

Το υψηλότερο κόστος της φροντίδας υγείας αφορά στα τελευταία χρόνια της ζωής του ατόμου και αυτά έρχονται πλέον όλο και αργότερα, καθώς το προσδόκιμο επιβίωσης αυξάνεται.

Οι ερευνητές δημιούργησαν ένα νέο δείκτη, τον δείκτη ανικανότητας ενηλίκων, που βασίζεται στις ανικανότητες που αντανακλούν τη σχέση μεταξύ εκείνων που χρειάζονται φροντίδα και εκείνων που είναι ικανοί να την παρέχουν.

Η μελέτη τους αποδεικνύει ότι όταν η τρίτη ηλικία μετράται με τον νέο δείκτη, η ταχύτητα της γήρανσης μειώνεται κατά τέσσερα πέμπτα, συγκριτικά με την παραδοσιακή αναλογία συνταξιούχων-εργαζομένων.

Οι μέθοδοι μέτρησης έχουν και πολιτικές επιδράσεις καθώς, οι αργές και προβλέψιμες αλλαγές στην ηλικία συνταξιοδότησης όπως ορίζονται από τον αυξημένο αριθμό ετών υγιούς ζωής σε μεγάλη ηλικία, μπορεί να είναι πολιτικά αποδεκτές, από την μεγάλη, απότομη αλλαγή που ορίζεται με βάση την οικονομική αυστηρότητα.

Στην Ελλάδα, τη Μ.Βρετανία και τη Γερμανία η ηλικία συνταξιοδότησης αναμένεται να αυξηθεί στα 65 με 67 έτη μέχρι και το έτος 2044. Οι ηλικιωμένοι αναμένεται να είναι πηγή πολλών προκλήσεων στο μέλλον. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει οι προκλήσεις αυτές να επιτείνονται από λανθασμένα συστήματα μετρήσεων.